4.10.07

οι μπιφτεκέδες





Όσο και να ψάξεις στο λεξικό τούτη τη λέξη δεν θα την βρείς, είναι δική μου, εγώ την επινόησα και όχι μόνο, δική μου και η γέψη και η μοσκοβολιά της. Μη γελάς, μπορεί να φαίνομαι επηρμένος, μα θα σου εξηγήσω, αρκεί να έχεις όρεξη για ταξίδι.

Δεν φτάνουν μονάχα η τεχνική και τα υλικά για να φκιάξεις κάτι ξεχωριστό, δεν είναι τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι, έξι το λαδόξυδο, αλλιώς η μαγειρική δεν θα ταν τέχνη.

Ποιος είμαι εγώ που μιλώ για τέχνη; Κανένας, ή μπορεί κάποιος που κατάλαβε πως τέχνη είναι ότι φτιάχνεις για τον εαυτό σου και το αφιερώνεις σε κάποιον άλλο, κάτι σαν χάρισμα αγάπης ένα πράγμα.

Πρωτομαγείρεψα τη μέρα που έμεινα μόνος για πρώτη φορά. Ήταν σαν μια παλιά συνήθεια, σαν το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, που το σώμα σου έχει ξεσυνηθίσει το νερό, μα ξέρεις καλά ότι δεν πρόκειται να βυθιστείς παρόλη την ψυχρολουσία.

Δεν μου παράπεσε αλατοπίπερο, ούτε πνίγηκε κανένα φαγητό στο λάδι ή στο νερό, πες το τύχη ή όπως αλλιώς θέλεις, αν και μένα μου έγινε πεποίθηση ότι μαγειρεύει καλά αυτός που ξέρει να φάγει, που μπορεί να αποκωδικοποιήσει την πεθυμιά του και να βρεί τα αντίστοιχα συστατικά.

Η πρώτη μου κατσαρόλα ήταν μοσχάρι στιφάδο και φακές την επομένη. Ντουγρού στα δύσκολα.
Ακολούθησαν μουσακάς, παστίτσιο, ψητά στο φούρνο, σούπες, τραχανάδες και πίτες με ανοιγμένο φύλλο, ήμουν άρχοντας.

Στα χρόνια που πέρασαν τραπέζωσα πολύ κόσμο. Για το πιοτί μπορεί να είχαμε ενστάσεις, για το φαγητό ποτέ. Έφευγαν όλοι με χορτασμένο ρουθούνι, μάτι και στομάχι, γιατί η πετυχιά είναι να τα καλύψεις όλα. Έτσι είχα μάθει.

Το σπίτι μας δεν ήταν ποτέ ξένο στη φιλοξενία. Ορδές γνωστών, συγγενών και λίγων φίλων κατέκλυζαν το σπίτι μας, κατέλυαν, κάπνιζαν, κουβέντιαζαν, συζητούσαν, μιλούσαν, γελούσαν, έτρωγαν και τραγουδούσαν.

Ο πατέρας είχε ένα κασσετόφωνο οριζόντιο Panasonic, με μεγάλα μαύρα πλήκτρα και κόκκινο του rec, που έγραφε τα γλέντια τους. Κάποτε έσπασε μια μποτίλια κρασί δίπλα του και το βραχυκύκλωσε, δίνοντας του θέση στο πάνθεον των χαλασμένων ραδιοκασσετοφώνων της οικογένειας, στο ντουλάπι.

Με την αδερφή μου θυμάμαι να δανειζόμαστε το μικρόφωνο και στην ηχογράφηση των μεγάλων να αφήνουμε το στίγμα μας, με ποιήματα του σχολείου και προβαρισμένα α καπέλα τραγούδια.
Από τις ελάχιστες μαγνητοταινίες που έχουν μείνει ακόμη λειτουργικές, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα κοκκοράκια μας στις ψιλές, τα απίστευτα φάλτσα σαν κακοκουρντισμένη λατέρνα και τις γκρίνιες για το ποιος θα κρατάει το μικρόφωνο ανά χείρας τραγουδώντας τον διονυσίου.
Αργότερα που τις ξανακούγαμε, πασχίζαμε με voice over να καλύψουμε τα ασυμμάζευτα, δυνατότερα από τα ηχεία και να διακρίνουμε όλες τις παράλληλες κουβέντες και τους πρωταγωνιστές.

Βασικός πρωταγωνιστής ο πατέρας, άρχιζε και τελείωνε το τραγούδι· το άρχιζε μόνος του, με την ωραία, δυνατή φωνή του για να το αφήσει σε άλλους, να το ξαναπιάσει σαν λάθευαν το ρυθμό, τη μελωδία ή το στίχο και ολοκλήρωνε σαν έπιανε το κλαρίνο. Μετά ήταν η σειρά των άλλων.

Έπινε και έπαιζε. Ποτηράκι κοκκινέλι και τραγούδι. Στο τέλος δεν έφευγε κανένας ή τουλάχιστον μόνο οι κοντινοί και οι ξεμέθυστοι. Οι άλλοι στρωματσάδα.

Μη νομίσεις πως το σπίτι ήταν μεγάλο, όχι, ένα μεγάλο δωμάτιο των παιδιών με την τηλεόραση και τη βιβλιοθήκη, κάτι σαν υπνοδωμάτιο και καθιστικό, μια κουζίνα με καφέ φορμάικα στα ντουλάπια στις άκρες ξεφτισμένη και μωσαϊκό το πάτωμα πλακάκι, σαν περονοσπορισμένο αμπελόφυλλο, μια τουαλέτα στριμωγμένη κάτω από την σκάλα και μιας βεράντας –σχεδόν- νόμιμα κλεισμένης υπνοδωμάτιο για τους δικούς μου.

Μα αν είσαι καλός, ανάμεσα σε καλούς, όλοι οι καλοί χωράνε και χώρος περίσσευε πάντα.

Τα καλοκαίρια την βγάζαμε στην αυλή, κάτω από τη μουριά, τη φυλλωσιά της μουσμουλιάς, τριγυρισμένοι από τα λέλουδα της κυρα-άννας, μπιγκόνιες, τσετσέκια και ορτανσίες.



Στην αυλή έγινε και ο γάμος της θείας μου. Πάντα τα γλέντια κάτω, να πατάς σε γή και ας χορεύεις ίσα με τον ουρανό.

Λινάτσες και λιόπανα δεμένα από άκρη σε άκρη, τάβλες συνεχόμενες σε καβαλέτα και τραπεζομάντιλα εμπριμέ και το τραπέζι του γάμου έτοιμο. Η νύφη συνοδεία οργάνων και παράμερα να καίει το καζάνι βραστό για ντοματόσουπα με μπόλικο πιπέρι. Ακόμα κουβαλάω αυτή τη μυρωδιά με τον διάχυτο φωτισμό από πάνω και την υγρασία, υποψία βροχής που δεν μας τίμησε, ευτυχώς.

Δεν υπήρχε άλλο όργανο στην παρέα, μόνο φωνή και κλαρίνο ή στο χωριό φλογέρα, που ήσαν πρόχειρες και καλοκουρντισμένες.

Φλογέρες έφτιαχνε και βάραγε σκοπούς ο παππούς μου. Ήταν τόσο καλός που σε ένα φεστιβάλ στην πάτρα τον κάλεσαν αυτόν εκπρόσωπο του χωριού του, να παίξει μπροστά σε κοινό. Παραξενεύτηκε σαν άρχισαν να χειροκροτούν, άμαθος από τους τρόπους του χωριού που όταν κάποιος μερακλωνόταν τραγουδούσε ή χόρευε, όχι αυτά τα ξενέρωτα του στυλ «κάθομαι στη θέση μου και βαράω παλαμάκια», τότε η διασκέδαση ήταν ακόμα συμμετοχική διαδικασία και όχι ανάθεση σε επί χρήμασι και εξ επί τούτου διασκεδαστές.

Όταν τα χειροκροτήματα στο τέλος συνεχίστηκαν για ώρα, σηκώθηκε έκανε ξανά υπόκλιση, έβγαλε και την τραγιάσκα του, τα μάτια του είχαν βουρκώσει, δεν ήξερε πώς να ανταποδώσει αυτή την τιμή στους παρευρισκόμενους και εν μέσω δακρύων, έλεγε συνεχώς ευχαριστώ κοιτάγοντάς τους όλους στα μάτια.
Αυτός ήταν ο παππούς μου.



Προίκα δεν έδωσε στην κυρά-άννα χωράφια, μόνο το σπίτι, μα τι σπίτι! Το χτισε ο ίδιος και η φαμίλια του.
Είχε λίγην έκταση αγοράσει στο λόφο της πόλης, από παλιά, μιας και τότενες κανόνιζαν για τα προικιά από μικρά, τόσο σημαντικό ήταν. Με άχερα και λάσπη από τον ίδιο τόπο, το ίδιο μέρος, ζυμωμένη με τα πόδια, έφτιαξαν τις τουβλέτες και έστησαν το λιθόκτιστό μας.

Δυόροφο, δεμένο με την πλάτη στα ριζά ενός βράχου, έμαθα τη γεωγραφία ανάποδα μιας και κοιτάζοντας κάτω προς τη θάλασσα και έχοντας πίσω μου το βουνό, θαρρούσα πως έβλεπα το νότο και ας ήταν ο βορράς.

Ξύλινο ταβάνι και κάθε περπάτημα στο πάνω σπίτι προκαλούσε τριγμό στη ραχοκοκκαλιά του άγνωστού μου φόβου. Μόνο μεγάλος πήγα πάνω, το χαμε για καλό, μα πάλιωσε σαν ρούχο αφόρετο βιτρίνας, ο ήλιος και η υγρασία το ξεφλούδισαν και ένας σεισμός του ενενήντα τόσο, το βαψε με κόκκινο σταυρό.

Κυράδες οικοδέσποινες, η γιαγιά και η μητέρα, καθεμιά στο σπιτικό της, βοηθός η μια της άλλης.
Ας πούμε κυρά-άννα τη μητέρα μου, έτσι τη φώναζα από τότε που άρχισα και εγώ να καλώ κόσμο πολύ στο σπίτι, για να ξέρουν πώς να την λένε, ενώ τη γιαγιά νικολίτσα σαν την είδε ο παππούς στα ειδώματα, της είπε πως είχε χείλη βιολετιά και από τότε βιολέτα την εφώναζε, μαζί του και τα παιδιά και εμείς τα εγγόνια.
Η κυρά-άννα και η βιολέτα ήσαν πάντα οι αφανείς ηρωίδες στα γλέντια, οι εργάτριες μέλισσες για να πραγματωθούν οι συνάξεις.

Έφτιαχναν ψωμί απ’ το πρωί, έκαιγαν τον φούρνο και τη γάστρα για φαγητό, γέμιζαν πολλές κοιλιές και έμεναν για φαγητό τελευταίες προσέχοντας και την τελευταία λεπτομέρεια, από τα ποτήρια να μην μένουν άδεια, από τα παιδιά να έχουν τα κομμάτια της αρεσκείας τους, από τα τασάκια να ναι άδεια από γόπες και το σπίτι περιποιημένο στην εντέλεια, άρχιζαν από τα χαράματα με γλυκά και τελείωναν το άλλο βράδυ με το πλύσιμο, το σκούπισμα, την μπουγάδα και το φαγητό της επομένης.

Η γιαγιά διέθετε φούρνο πετρόχτιστο από τον παππού και η κόρη ηλεκτρικό από τον πρώτο μισθό του πατέρα. Αλλαγή στο μέσο, όχι στη μέση, πιασμένη πρίν κατά και μετά και για τις δύο.

Τα φαγιά όχι πολλά, σε ποικιλία, μα πλούσια και φρέσκα από τη λαϊκή και τον μπαχτσέ, κολοκύθι, ντομάτα, μελιτζάνα, μαρούλι, ό,τι ήταν της κάθε εποχής διαθέσιμο.

Τα έξοδα πολλά και η ακαταστασία μεγαλύτερη, αλλά ένα πετυχημένο γλέντι και το χαμόγελο ευχαρίστησης έφτανε για πληρωμή.

Το σπίτι στο χωριό πιο φτωχικό, πιο μικρό ,πιο στέρεο. Με πέτρες πελεκητές και αγκωνάρια από τα γύρω ρέματα και τα φαράγγια, κουβαλημένα όλα με τα γάιδαρο και το μουλάρι. Ο παππούς δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποιήσει το άλογο για τόσο σκληρή δουλειά, κάλλιο να το κανε ο ίδιος.

Αυλή και πλατεία χωρίς δεντρί είναι σαν εκκλησιά χωρίς καμπαναριό. Παιδί ακόμα ο παππούς έβλεπε τον πατέρα του να φυτεύει στην άκρη του αλωνιού ένα πλάτανο και ο μικρός τότε εφύτεψε μια μουριά. Άγρια, με μούρες μωβιές, ζαχαρωτές γιομάτες χυμό, που μαύλαγαν τις μύγες από μακριά και που με τον καιρό με γνώση και βοήθεια την μπόλιασε σε ήμερη που έκανε μόνο ίσκιο.

Ξεπέτρισε τον κήπο με τα χέρια του και με τη βοήθεια του αλετριού και έφτιαξε την ξερολιθιά που τώρα συγκρατεί το χώμα της αυλής μη φύγει. Κάθε πέτρα και κάματος, κάθε λάσπη και ιδρώτας μέσα, να θεμελιώνεται ο άνθρωπος με το σπίτι του.

Κάποτε ζαλωνόμασταν τα 20λιτρα πράσινα μπότια νερό και φέρναμε νερό από την κρήνη, με παπούτσια να γλιστράν στη λάσπη και στα βρύα.

Αμαρτία αυτούς τους μαντρότοιχους να σπάσεις για να φέρεις το νερό, αλλά είχαμε σταματήσει από γεννησιμιού να μαστε αναμάρτητοι.


Στο χωριό ο παππούς σαν ανέλαβε το σπίτι του το πατρικό ως εδικό του, με κάποια γραμμάτια αγόρασε το μεγαλύτερο κεφαλοσιδεροκρέββατο που έχω ποτέ του κοιμηθεί, με σούστες να διατρέχουν ακόμα το γέρικο σκελετό του, τον βαμμένο με ντουκόχρωμα λευκό, για να εμποδιστεί η αναπόφευκτη αργή οξείδωση του.

Στο κρεββάτι εκείνο έζησα με την αδερφή μου για χρόνια καλοκαιριού τον μπακογιαννόπουλο και την κινηματογραφική λέσχη της παρασκευής, το κυριακάτικο ελληνικό και την ξένη ταινία μετά το αρνί στο φούρνο, ενώ το θέατρο της δευτέρας στο ραδιόφωνο μας ταξίδευε με εμάς χουχουλιασμένους στο βαθύ βούλιαγμά του.
Οι φωτογραφίες στα κάδρα χρόνο με τον χρόνο πλήθαιναν και οι γαμήλιες και οι βαπτιστικές παραχωρούσαν λίγη από την αίγλη τους και συνέχιζαν το νήμα της ιστορίας με εμάς μεγαλωμένους, σπουδαγμένους, φρεσκοερωτευμένους και πάλι η σειρά με τις γαμήλιες και τις βαπτιστικές.

Η θέα του χωριού πάντα απίστευτη, κανένας δεν θα κτιζε στον κήπο μπροστά μας, εκεί που μάθαμε να φοβόμαστε τα φίδια και τις οχέντρες, να ταΐζουμε στο χέρι τα αδέσποτα και να βοτανίζουμε τα αγριοχόρταρα που δεν έμοιαζαν με βλήτα και με δυόσμο.

Οι καιροί πήραν να αλλάζουν. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι έμειναν, τα σπίτια επίσης.

Το ρεύμα που έφτασε κοντά το ’75, σηματοδότησε την εποχή που οι άνθρωποι θα γέμιζαν τα βράδια τους με περισσότερη σιωπή, όλοι απέναντι από το μαυρόασπρο κουτί.

Το σπίτι στο λόφο εγκαταλείφθηκε για ένα μεγαλύτερο από μπετό, ενώ το πατρικό του παππού έγινε εξοχικό για τα παιδιά και τα εγγόνια, για να δέχεται επισκέψεις όλο το καλοκαίρι και κάποια σαββατοκύριακα το χειμώνα, παρέα στην αυλή με θέα ή στο τζάκι με φωτιά και κρασί, μα πάντα με τσίκνα και ευωδιαστά μαγειρέματα.

Κάτι σαν να λέμε στάση, όχι στάθμευση, εκδρομικές επισκέψεις για να μην χάσουμε την επαφή με το παρελθόν, που στο μέλλον θα φυτεύαμε εκεί τις γλαστρένιες ρίζες μας.

Στο τώρα όμως..

Μέσα στο σταγονοαυτοκίνητο στριμωγμένοι με ταψιά, τηγάνια και φόρμες, αλεύρια και τυριά, κιμά και ζαρζαβατικά, κιθάρα της παρέας, γίγαντες στο φούρνο ψημένους και ημίγλυκο δυό μπουκάλια πήραμε το δρόμο του βουνού.
Το χωριό πάντα εκεί, είκοσι λεπτά από την πάτρα, αγκυρωμένο στα 700 μέτρα υψόμετρο να αγναντεύει ναύπακτο, μεσολόγγι και κεφαλονιά, χτισμένο ημικυκλικά, γύρω από το λόφο του ναού, του προφήτη ηλία, με το νεκροταφείο και το κάστρο του.

Σαν έρθεις μη θαρρείς πως θα δείς τίποτα επάλξεις, μα το χάλασμα από μόνο του σε συνδυασμό με παιδικές μνημες, βράδια απόσπερα και κρωξίματα αινιγματικά έφταναν για να ξετυλιχθεί ένα μυστήριο και μια ομίχλη που κανένας ήλιος δεν θα διέλυε.

Η μέρα απίστευτη, ζεστή, φωτεινή, γλυκειά, ξεμυαλίστρα. Το τηλέφωνο να καίει το αυτί από τις προτάσεις, τις προσκλήσεις, τις ανεπιθύμητες ακυρώσεις, τις πιέσεις και τις λύσεις για όσους ήταν να συνοδεύσουν ένα σαββατοκύριακο ονειρεμένο.

Η χαρά είναι μια πίτα που όσο και αν την κόψεις, σε φέτες πλατιές όσο ένα χαμόγελο, πάντα φτάνει για να χορτάσουν όλοι και ακόμα να περισσέψει.

Από τους 14 απομείναμε οι μισοί καταφατικοί, πώς να δελεάσεις κάποιον να παραβγείτε στο τρέξιμο, σαν παίζει ακόμα κρυφτούλι με την ευτυχία.

Το φιλικό ζευγάρι από αθήνα δεν είπε όχι, η σταρένια, λεπτόξανθη ως καλαμίς μεγαλωμένη στην αγγλία και ο δρακουμέλ λαικοεπαρχιώτης των βορείων προαστίων, με όρεξη πακμαν κίνησαν μετά τις δουλειές τους να μας βρούν.
Πήραν το τουτού για πάτρα, έκαναν λάθος στην παράκαμψη για τρίπολη, καθόλου δεν με παραξένεψε, σε δυόμιση ώρες ήταν στο χωριό.

Ο δηρμύτης με την καθηρένια και τον αμιανό θα έφταναν σε 2 ώρες, δηλαδή 3 επειδή έχασαν το βουνό, περίπου, γιατί ο πρώτος είχε ξαναέρθει και τους οδηγούσε. Νο προμπλέμο, εκτός του ότι μας βρήκαν σχεδόν σουρωμένους και τα φαγιά λεηλατημένα. Σου ξαναλέω πως περάσαμε καλά και βάλε.







Το μεγάλο πρόβλημα και μοναδικό ήταν το ρέμα. Όχι το φαράγγι παραπέρα με τα έλατα και τα σχίνα, το ρέμα της δεης, γιατί είχα κανονίσει να ψήσω τα κεφτεδάκια στο τηγάνι, ενώ τα λαχανικά και κάποια μπιφτέκια στο γκρίλ που μας είχαν φέρει δώρο. Η παρθενική του ψησιά θα ήταν αυτή και δεν θα ευοδωνόταν σήμερα.

Τηλέφωνο στους συγγενείς το μεσημέρι που φτάσαμε, ρητή η διαβεβαίωση, το ρέμα πληρωμένο. Έπρεπε να πειράξω τους διακόπτες και την ασφάλεια. Ο πίνακας αντιδρούσε στις ενέργειές μου όσο και μια πετυχημένη απονεύρωση που κανα πέρσι.
Τζίφος.

Η παταγώδης αποτυχία θα έπαιρνε αμπάριζα και κείνους που ταξίδευαν από μακρυά.

Τηλέφωνο στις πληροφορίες. Τηλέφωνο στη δεη. Αυτόματο μήνυμα, οι βλάβες εξυπηρετούνται μόνο τις εργάσιμες ώρες και μέρες.

Ο κιμάς και τα τυριά, τα μανιτάρια και το ζεστό κρασί ζητούσαν όλα τη σκοτεινιά ενός ψυχρού ψυγείου και το δικό μας ήδη μύριζε κλεισούρα και αρχομενη εξάπλωση μυκήτων από την διακοπή του ρεύματος εδώ και μέρες.

Οι γείτονες να έχουν ρεύμα, άρα δεν ήταν γενική διακοπή, αν και πριν από μια εβδομάδα είχαν κάνει έργα και άλλαξαν κολώνες. Μάλλον κάποιος είχε κάνει κάποια αυτοερωτική πράξη-περιφραστικώς-.

Εγώ κάτι μεταξύ μαρμαρωμένου βασιλιά για να μην τρομάξω την κερασομαλλούσα και του σκεπτικού του ροντέν, για να βρώ μια λύση. Η προφανής ήταν να μεταφέρουμε την όλη φάση στο σπίτι στην πόλη, πράγμα που δεν με ενθουσίαζε περισσότερο από ρέγγα για πασχαλινό πιάτο.

Η κερασομαλλούσα μου σαν να ξερε καλύτερα, αντίς να πελαγώσει, πήγε κατευθείαν σε ότι ήξερε καλύτερα από παιδί, τη φωτιά.
Γόνος γονέων κυνηγού και ηπειρώτισσας, μεγαλωμένη σε μεγάλα τζάκια ήξερε τα τερτίπια της φωτιάς και πώς να την καθυποτάζει.

Κούτσουρα, μουρόκλαδα ξεραμένα και ψιλοχόρταρα και σε μερικά λεπτά μια μεγαλειώδης φλόγα έκαψε τους ενδοιασμούς μου και είπαμε να το συνεχίσουμε εκεί όπου το προορίζαμε.

Έπλυνε τα ζαρζαβατικά στη βρύση που βλεπε τη θέα και πήρα να ζυμώνω εγώ το μείγμα.

Δυόσμοιρος και σκόρδιο, κρόμμυο και πεπεριά, ορίγκανο, φρεσκοβούτυρο, κεφαλότυρο, δυόμισι κιλά κιμάς και μια φρατζόλα άρτος τα βασικά υλικά, φώς, νερό, αέρας και θύμησες από την άλλη, ο πατέρας , ο παππούς, η κυρα-άννα, η βιολέτα, τα γλέντια, το Panasonic, το σπίτι, το τρίξιμο, το καζάνι και τα λιόπανα και πάντα ένα κλαρίνο να παίζει στο αυτί μου, αρχίνισα το πλάσιμο, το ζύμωμα.





Σαν αγαπάς αυτό που κάνεις και αγαπάς εσέ και αυτούς που στο δώρο σου αποδέκτες θα βρεθούν, δεν γίνεται να λαθέψεις, μα και αν αυτό συμβεί, η αγάπη η περίσσεια θα καλύψει όλες τις άλλες μικρές ατέλειες, σαν την αγγάλη μάνας.
Πλήθος οι μπάλες, χορταστικές, εξήντα στον αριθμό, μεγάλοι, αφράτοι, με άστιφτο το ψωμί από το νερό μουλιασμένο, μια σκάφη γιομάτη πρωτείνη και νοστιμάδα.
Κάηκε η σχάρα που θα τους έψηνε, τρίφτηκε με λεμόνι, με σύρμα και βούρτσα και πάλι κάψιμο και πάλι το λεμόνισμα και έτοιμη στο τριπόδι.



Τα κούτσουρα γένναγαν κάρβουνα λαμποκοπούντα και σπίθες τριβέλιζαν σε κάθε προσπάθεια να ξεκλεφτούν και άλλα.



Η κερασομαλλούσα καταπιάστηκε με το πετρογκάζ και οι ανασκολοπισμένες πιπεριές με τυρί άρχισαν να τσιτσιρίζουν, ως είναι γνωστό τοις πάση πως το γκάζι κάνει το καλύτερο τηγάνισμα

Η σταρένια καταενθουσιάστηκε και ζήτησε αμέσως δουλειά, κάπου να βοηθήσει.
Τα περισσότερα είχαν ήδη γίνει, το ψωμί ήδη ζυμωμένο, το μπριάμ έτοιμο για το φούρνο, τα μελιτζανοκολόκυθα ήδη ζεστά και οι μπατάτες τώρα θα ξεροτηγανίζονταν.

Εκεί που ήταν να ρθουνε πολλοί και μείναμε λίγοι, δεν πείραζε, άφησα τον πακμαν να παίξει μόνος του το παιχνίδι του, συνεχώς το στόμα του μπουκωμένο και η σταρένια από ξωπίσω.

Δείξε μου το φίλο σου να σου πώ ποιος είσαι, έλεγε η παροιμία και βάλθηκαν οι δυό τους να την αποδείξουν.

Η στάθμη του μπιφτεκεδοδοχείου άρχισε να κατεβαίνει πρίν ακόμα να στρωθεί το τραπέζι, που με τη φόρα που είχαμε, δεν στρώθηκε ποτές, τα φάγαμε όλα σχεδόν τσιμπώντας

Ζήτησε και ο δρακουμέλ εργασία και τον άφησα με τις πατάτες για να τον βρώ με το στόμα μπουκωμένο και τα μπιφτεκοστρουμφάκια μειωμένα κατά πεντάδα.



Μέχρι το βράδυ δεν θα μενε ψιχίο. Οι μποτίλιες άδειαζαν δραματικά γρήγορα και τα χαζοχαμόγελα στεφάνωναν τις ακούραστες γνάθους.


Πέρασε ένας γνωστός από τα παλιά, για ένα λεπτό κάθισε δυό ώρες, το δοχείο έπιασε μέση και πιο κάτω και το τζατζίκι έδωσε ρέστα με τις κριτσανιστές πατάτες








Οι γίγαντες περίμεναν υπομονετικά να τελειώσουν τα διπλανά πιάτα για να δεχτούν επίθεση.


Έπαιρνε να νυχτώνει και οι τελευταίοι έφτασαν στο ακριανό σπίτι του χωριού, ο δηρμύτης που τραγουδούσε ωραία, η καθηρένια ομορφογυναίκα του αμιανού και το τριχορδάκι



Στο πιάτο της φορμαέλας που βγήκε εκείνη τη στιγμή δόθηκαν επικές μάχες με απολογισμό μερικά στραβωμένα πιρούνια με πολλά χαμόγελα mastercard από τους τυχερούς που πρόλαβαν.


Η βλάβη είχε ήδη φτιαχτεί, ένα κλιμάκιο της δεή διόρθωσε εκέινο τον φωστήρα που συνέδεσε το ένα από τα δύο καλώδια με το ουδέτερο. Είχαμε μείνει 7 ώρες χωρίς ρεύμα. Δεν πάθαμε τίποτα. Φάγαμε λίγη κάπνα παραπάνω και τα κεριά ήδη φώτιζαν τον τόπο.


Ο αμιανός σαν βρέθηκε κοντά στους μπιφτεκέδες έκανε ένα μικρό ντού και ο δηρμύτης αποτελείωσε το σκηνικό.
Τα ψωμιά στη θράκα. Ο φούρνος ήθελε κάψιμο μιας μέρας για να μην διαλυθεί πλακώνοντας τα φαγούδια μας, άρα..
Αυτό το τζάκι είναι που έψησε όλες μας τις λιχουδιές και μας κράτησε συντροφιά, φώς και ζέστη για το βράδυ, μιας και η κατεβασιά του βουνού είναι δριμεία από κάποια ώρα και μετά.

Ένα βράδυ όλο τραγούδι με κιθάρα και τρίχορδο, ύπνος για τους δύο που έμειναν στο κεφαλοκρέββατο και εμάς στρωματσάδα απέναντι στη θράκα.


Η κερασομαλλούσα μπορούσε και ήθελε να αναλάβει αποκλειστικά τη φωτιά και έτσι έγινε, μπορεί βεβαια να την αναγκασε ο βαρύς μου ύπνος. Η ζέστα κρατήθηκε ως τα νωρίς το πρωί. Ξυπνητός από την καμπάνα της εκκλησίας.
Πρωινός και ρέσκος, βουρ για πρωινό.





Τηγανιούδες με μαύρο αλεύρι και κάποια φουντουκόπαστα, σκέτη αηδία..
πάλι καλά που δεν έμεινε καμία για δείγμα



Κάπου σε ένα βαζάκι βρήκα λίγα τουτουμάκια και τα κοκκίνησα για μεσημεριανό με φρέσκιες ντομάτες και ντοματοπελτέ.
Στο τζάκι. Και ας είχαμε ρέμα. Και ας ήταν όλοι χορτάτοι από τις τηγανιούδες και τα χθεσινά, δύο πιάτα και όλοι έφαγαν, ακόμα και οι κοπελιές.
Μύριζε το χνώτο μας χορτασίλα και ξεθυμασμένη ημίγλυκη αλκοόλη. Τα σώματα ξεκουρασμένα, κανένα ρολόι δεν έδειχνε την ώρα της πεθυμιάς μας, λες και αν κάποια στιγμή αργότερα αν δεν φεύγαμε από κεί, κανένας γεροχρόνος δεν θα βγαζε το καρφί από το καντράν του ρολογιού του, να συνεχιστει η μέρα.
Μιλάω για πραγματική ευτυχία , αν δεν το χεις καταλάβει, εκείνη την παιδική, που δεν γνωρά υποχρεώσες, που κοιτά μόνο να φά, να παίξει και να κοιμηθεί.

Σου είπα πως ένα τραπέζωμα είναι τέλειο σαν έχεις να προσφέρεις από όλα. Οι καιφέδες σε κατσαρόλι, γιατί μπρίκι δεν τους χώραγε, ούτε είχαμε άπειρο χρόνο για ψιλοπράγματα, ζούσαμε την ευτυχία.
Δεν ήσουν, δεν ξεύρεις, σου λέγω να μάθεις, όταν βρεθείς σ’ αυτό το μέρος.


Το φρούτο σου, ώριμη αλυκή σάρκα, εσύ θα σηκώσεις το χέρι για να πιάσεις, ότι έχει μεγαλύτερη γλύκα απ των άλλων φτασμένα.





Ένα ονειρεμένο, παραμυθικό σχεδόν σαββατοκύριακο, το δώρο όλων σ’ όλους.


Το ξυλόσπιτο και το τραπέζι όπου δειπνίσαμε.






Το φρέσκο βούτυρο


Ο πλάτανος του παππού


Κερασομαλλούσα, δρακουμέλ και σταρένια , η τριουρία.






Το σπίτι από την απέναντι πλάκα, με βιολέτα
και χωρίς


Το ημίγλυκο
Αν μου ζητούσες να περιγράψω τις μαζώξεις μας, δεν θα λεγα κάτι, απλά θα σου δειχνα.





Όποιος δεν ήρθε έχασε
και όποιος ήπιε και έφαγε δεν ήταν να ξεχάσει.

Με ρώτησε ο αμιανός για τους κεφτέδες, τι είχαν και ήσαν τόσο νόστιμοι ή το ψωμί ή οι γίγαντες, τα τηγανιτά και η φορμαέλλα.

Πολλά μικρά συστατικά, τα εν πολλοίς μυστικά σεντουκισμένα, στην καρδιά και στο μυαλό του καθενός,
οι προθέσες
για όσα ήμασταν παιδιά και άξιζαν,
για όσους βλέπουν και καμαρώνουν,
για τα ευχαριστώ που δεν ειπώθηκαν,
για το σκούντηγμα στον ώμο
και τα ευχαριστημένα μάτια.

Ευτυχία φίλε μου είχαν μέσα.


η παρέα τραγουδά το πρώτο φθινόπωρο (κλίκ εδώ και κλείσιμο του Play της μουσικής παραπάνω)

7 σχόλια:

  1. Και μόνο απο τις φωτογραφίες μου άνοιξες την όρεξη...και οχι τίποτε άλλο τρώω κουνουπίδι αυτή τη στιγμή (μπλιαχ)

    Πάω να διαβάσω και το κείμενο...τις καλησπέρες μου :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Μιλάω για πραγματική ευτυχία , αν δεν το χεις καταλάβει, εκείνη την παιδική, που δεν γνωρά υποχρεώσες, που κοιτά μόνο να φά, να παίξει και να κοιμηθεί."

    Με συγκίνησες παλιόπαιδο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. απλά και όμορφα
    πάντα τέτοια φίλε μου
    πάντα ομορφιές και ευτυχίες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. καλό μου ψαράκι
    αλήθεια σου λέω, η ευτυχία δεν είναι στα μεγάλα κρυμμένη, στα μικρά, στα όμορφα , τα καθημερνά.
    απόλυτη, μονολιθική ευτυχία.
    μακάρι να ήσουν.






    καλέ μου ματ

    η ευτυχία μας έκανε ματ και διόλου δεν μας πείραξε, γιατί τη φάγαμε και την ήπιαμε, στο τέλος ισόπαλοι.
    δεν μας τι χρώσταγε, μα το αξίζαμε.
    δεν ξεχνώ, τα μισά στο φούρνο, τα άλλα στο ψυγείο και τα ποτήρια να περιμένουν γέμισμα!




    καλέ μου herk

    ήταν ένα από τα βράδια που σε μνημοπνεύσαμε, γιατί την πατήσαμε σαν πρωτάρηδες. μέχρι τις 7 είχαμε πιεί όλο το ημίγλυκο και μέχρι να ρθουν οι καινούριες προμήθειες, ίσα που βαστήξαμε τη μέθη από τη μέση με μισόκλειστα τα μάτια από ευτυχία. και υπήρξε πόλλη από δαύτηνε, την κυρία.
    απλά και όμορφα, όπως τα λές.
    ωραία ευχή, πάντα τέτοια.
    τα τραπέζι μας χωρά πολλούς καλούς, όσοι καλοί λογιούνται, να προσέλθουν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. μου έσπασαν τα ρουθούνια οι μυρωδίες
    άσε οι μνήμες... Kώστας είσαι χείμαρρος
    τα δε κορτσούδια σου χρυσοχέρες και κερασσομαλούσες πάντα τέτοιες χαρές που χωρούν σε έμορφες αυλάδες... να είστε καλά
    να μας ξαναχωρτάσετε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. να καταλάβεις δεν πρόκαμαν να μπούν σε πιατί και είχαν ήδη ολιγαριθμήσει από το τηγάνι.

    μοσκοβολιά;
    καλύτερη και από παρφούμ.

    οι χρυσοχέρες;
    για πολλά φιλιά και τέκνα

    την επομένη θα διαθέτουμε και dvd δια κινηματογραφική θέαση με πλάτη στο τζάκι.

    να σαι καλά καλή μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή