3.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη μαζί μου

Οι μέρες γίνονται αλκυονίδες λένε , μα τα λεπτά τους χάνονται γρηγορότερα από το νερό στο ντούς.
Είπα να κάνω ένα μπάνιο σήμερα, 30 λίτρα χρόνο ξόδεψα, στέγνωσα 2 ακόμη καντάρια και χωρίς άλλο χρόνο για χάσιμο βγήκα για καφέ.
Ο κόσμος οπλισμένος με το κυριακάτικο χαμόγελο και την υποχρέωση να βγάλει τα παιδιά του για βόλτα και κατούρημα στην πλατεία, είδα πόνυ, μπαλόνια, κινέζικα παιχνίδια καιμια γραία που μάλωνε τα σκληρά παιδιά που τρόμαζαν τα περιστέρια της.
ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΚΟ ΠΑΙΔΙ, έλεγε, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΣΟΥ, έλεγε και τα κορακίσια μάτια της έβγαναν σπίθες και πυροδοτούσαν κατατρεγμό και κλάματα.
Τα αυτοκίνητα ποτέ δεν ήταν περισσότερα από τα λουλούδια στην πόλη μου, λες και βάλθηκαν πολύχρωμα ντυμένα, μονοστήμονα να εκπέμπουν σήματα μορς και φασαριόζικα να καλύπτουν τα ζουζουνίσματα από τις λιγοστές μέλισσες που δεν άντεξαν ούτε να μας τσιμπήσουν μπας και κάτι αλλάξει και χάθηκαν στα λιβάδια με τα λιπάσματα, παμπόνηρες στρογγυλομάγουλες χωριάτισσες.
Στο πρεβάζι του αρχαίου λιμανιού δυό παιδιά να καταστρώνουν σχέδια για μια μηχανή, που αν δεν θα χει ρόδες θα χει φίλμ και φακό, αλλά δεν γίνεται, θα την πάρουν, μεγάλωσαν πλέον, μπορούν να αγοράζουν στη λαική τα ψώνια τους, να κάνουν παζάρια στα μαγαζιά και να ντύνονται τα ρούχα που οι ίδιοι αγόρασαν, που έπλυναν και δεν πιέστηκαν να σιδερώσουν.
Τα σχέδια του μέλλοντος περιλαμβάνουν αγορές, ανταλλαγές και δουλειές, γίνανε εμπόροι και αυτοί, δεν το περίμενα, γιατί το μάτι τους ήταν πιο γελαστά παλιότερα, όχι τόσο κουρασμένα, όχι τόσο επίμονα, όχι ηττημένα.
Δε γαμιέται-για να δικαιολογήσω και την προηγούμενη προειδοποίηση του μπλόγκερ- τη μηχανή θα την πάρουνε, θα την καβαλάει εκείνος για να πηγαίνει στη δουλειά, ο αέρας θα μπαίνει από την ανασηκωμένη ζελατίνη του κράνους του, πρωί πρωί όπως τόσα χρόνια, όχι πως είναι πολλά, αλλά ξέρεις πως η έμπνευση είναι μια κοπελιά βρύση από φιλιά που δεν θα τα πάρεις ποτέ στο στόμα, θα τα βλέπεις να χάνονται στα πόδια σου, στα χώματα, όπως οι χαμένες στιγμές για να διασχίσεις τα χιλιόμετρα μέχρι το γραφείο, αλλά δεν γαμιέται, αυτός θα ξεκινήσει τη μέρα, η κερασομαλούσσα θα κοιμάται τον ωραιότερο ύπνο της στη γούβα της μεριά του στο κρεβάτι και θα τον φαντάζεται να ακολουθεί τη διαδρομή του ήλιου, λίγο πριν αυτός ζέψει τα αλόγατά του και ξεκινήσει.
Οι ώρες στη δουλειά θα περάσουν τόσο γρήγορα όσο το πρωινό ξύρισμα, συνήθεια μα και προσοχή να μην κοπείς, τόσο αμελητέα είναι τα λάθη στη δουλειά όσο το ξύρισμα με φαλτσέτα, αλλά η δύναμη της συνήθειας δεν ξεστρατίζει τη συνταγή και τη συνήθεια.
Φτάνει η ώρα για το σχόλασμα και το αυτοκίνητό της έχει φτάσει ήδη δίπλα στη μηχανάρα, με τις μαύρες βαλίτσες και τις αποσκευές όλες δεμένες. Το αυτοκίνητο μένει με ανοιχτή την πόρτα να χάσκει και τα αλάρμ να φωνασκούν για μια φυγή κατά το απομεσήμερο, κατά τις ζεστές ακτίνες του ήλιου που έχει περάσει τη μισή του διαδρομή και κινείται με μεγαλύτερη γωνιακή ταχύτητα κατά το απογευματάκι, μα η μηχανή θα είναι φιλότιμη, θα τονε κυνηγήσει όσο πάει, θα προσπαθήσει όχι να τον φτάσει, μα να κρατηθεί πάντα στο απομεσήμερο, με σταθερή απόσταση από την πηγή της ζωής, σφιχτά αγκαλιασμένη αυτή πάνω του και αυτός προσδεμένος πάνω στο σώμα της μηχανής, τρία σώματα πλέον ένα, να κινούνται με υπερβολική ταχύτητα , σχεδόν να πετάνε, να φτάνουν τις ηλιαχτίδες πρίν ξηλωθο΄τν και στο τέρμα της διαδρομής που πιάνει θάλασσα και πέλαγο, να χουν προφτάσει να καβαλήσουν την ηλιόσκονη, το χρυσαφένιο πάπλωμα, τη σταρένια διαδρομή της ανάποδης καμπύλλης του ουράνιου τόξου, πάνω από τα επίγεια, σε ένα μονόδρομο, μόνοι στο δρόμο, καβάλα, τα γκάζια τσίτα και ο αέρας να σχίζεται σα ζελέ για να περάσουν, να προσπερνάνε τις βουνοκορφές, να τρυπώνουνε στα σύνεφα, το οξυγόνο να μη λιγοστεύει πουθενά, τα χέρια της να σφίγγουν τα ντυμένο με το χοντρό μπουφάν σώμα, να προσπερνάνε ατμοσφαιρικούς θόλους και να ξεμακραίνουν προς τον ήλιο, μα να κάνει ζέστη και η μηχανή να πηγαίνει πλέον μονάχη της οι ρόδες να μην γυρίζουν αλλά η πλανητική έλξη να ναι μεγαλύτερη από την όποια δύναμη του χοντρού τους κινητήρα.
Η ζέστη να μεγαλώνει, το φώς να αυξάνει, τα ρούχα να βγαίνουν, η μηχανή να φλέγεται, να λυώνει, τα ρούχα να γίνονται τσιγαρόχαστρα στριφτά πάνω μας και η στάχτη τους να εγκαταλείπει τα ροδαλά κορμιά μας, ένας αέρας να μας τυλίγει και να γλυστράμε σε ένα χωροχρονικό συνεχές, σαν ένα ανάγλυφο σεντονιού, με χοάνες, κώνους, διαστήματα, όρη ύψη και κοιλάδες και κάπου στον ορίζοντα, γιατί πάντα υπάρχει ένας ορίζοντας, όσο τα μάτια μας είναι δύο και εκεί στον ορίζοντα να υπάρχει μια νηνεμία, μια ηρεμία σε ένα νησί,ακόμα με κρατάς αγκαλιά από πίσω, τα πόδια μου πατάνε σε κάποιομέσο και αλλάζω ελαφρά πορεία σα να κάνω σκί, κατευθυνόμαστε στο νησί, είμαστε γυμνοί και είναι όσοι μπορούμε από μακρυά να δούμε όλοι γυμνοί, υπάρχουν λουλούδια και γρασίσι και πουθενά κάτι γκρίζο, μόνο η άμμος και οι κάθετες πλευρές ενός γρανιτένιου βουνού, όλα τα άλλα είναι πολύχρωμα, οι πατούσες μου δεν μεκαίνε από την τριβήολισθαίνουμε πάνω στη βάλασσα που πλέον έγινε πιο γαλάζια του ουρανού, περπατάμε πάνω στα κύματα, μα δεν έχει γούστο και σαν να απασφαλιζόμαστε από κάποια αποστολή, από κάποιοσχοινί, κάποια συνθήκη, πέφτουμε μέσα στο δροσερό πόσιμο γλυκό νερό, κάνουμε απλωτές, μπορούμε κιόλας να μιλήσουμε, να αναπνεύσουμε μέσα στο ρευστό και να γκαλιαστούμε, να αγαπηθούμε ξανά από την αρχή σε τούτο το φαντασιακό μέρος.
Αναδυόμαστε και γύρω μας φυτρώνουν χαμόγελα σε πρόσωπα, σώματα με μάτια μας λένε καλωσορισμούς και φαίνεται στην απέραντη κυκλική παραλία με τα γαλάζια νερά συνεχόμενα δέντρα για να οικειοποιηθούμε. Μπανάνες φρούτα, νερό και αγάπη, με τα παιδιά να φτιάχνουν αγάλματα στην παραλία με τα ήρεμα νερά που δεν θολώνουν ακόμα και στην ανατάραξή τους, πουλιά, σφήκες και μέλισσες, ψάρια και ζωντανά, όλα να τρέφονται με σπόρους και καρπούς, τίποτα να μην θυσιάζεται για χάρην κάποιου άλλου, μια σπασμένη τροφική αλυσίδα, μια ξεκομμένη ουτοπία.
Τίποτα από εσάς δεν μου λείπει, ίσως μόνο τα βιβλία, μα οι άνθρωποι μιλούσαν μόνο με ποιήματα.
στο νού σου να χεις μην αφήσεις όλες τις ηλιακτίδες να πάνε στράφι, αντις να τις πατάς και να τις αντανακλάς, πιάσε μια και ακλούθα την, σε περιμένουμε

3 σχόλια:

  1. Διπλά με ταξίδεψες....μια με το λόγο σου, μια με τη μελωδία...
    Θέλω ν'ακολουθήσω την ηλιαχτίδα...μπορώ;;;
    Πες μου ότι μπορώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να ανέβεις στην ηλιαχτίδα, συγνώμη δεν μπορείς

    να καβαλήσεις την ηλιαχτίδα λιγάκι δύσκολο μα θα τα καταφέρεις
    όλοι μέχρι εκεί φτάνουν

    μα θα γλυστρίσεις.

    πριν πέσεις πιάσου από το ξέφτι της, από το μπλέ του ουράνιου τόξου της και κρατήσου, όσο μπορέσεις, εσύ πές μου αν και πόσο μπορείς.

    εγώ πιστεύω οτι μπορείς, μπορείς να αντέχεις τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου, σύγνεφο είσαι εξάλλου, εσύ που κρύβεις τα μπαλόνια των παιδιών σαν αμολούνται ελεύθερα την μοναξιά να βρούν, σαν μονάκριβου μπαλονιού κορδόνι την ηλιαχτίδα κράτα. αυτό μπορώ να σου πώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Φιλιά πολλά για το όνειρο που μου χάρισες με τα λόγια σου,για την μονάκριβη εικόνα που έπλασα μες στο μυαλό μου και για το χαμόγελο.

    Να περάσετε όμορφα πολύ....και αφήστε το Βοριά να μαίνεται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή