24.3.08

φόνοι του χειμώνα, φωνές της άνοιξης

Έφτιαξα ένα θερμοκήπιο.
Το χτισα με σπασμένα πλευρά από όνειρα και το ντυσα με διάφανους υμένες από κιτρινισμένες αναμνήσεις.
Δεν είχα βροχή για να το ποτίσω και ανέσυρα τις μουσικές κάρτες με τα ερωτόλογα και τις αφιερώσεις που ανάπνεαν δάκρυα ακόμα και έκανα τα χέρια μου χωνί, μα από τις τρύπες ξεστράτιζαν οι υγρασίες.
Ο καιρός δεν ήταν χειμωνιάτικος, μα ακόμα και στο κατακαλόκαιρο βλαστάρια μέσα μου ανέμεναν παγωμένα, ξυλιασμένα, θύματα πάγων, παγετών και παγετώνων.
Έκλεισα το πέτασμα και κάθισα στο χώμα.
Έβγαλα τα ρούχα μου και κρέμασα χέρια και πόδια σε μετάξινες κλωστές που έρχονταν από ψηλά, πιο μακρυά από όσο μπορούσα να δώ, από κει που μόνο φανταζόμουν ότι όλα ξεκινούν και καταλήγουν.
Πρώτες οι μύγες προσγειώθηκαν στη ζεστή σάρκα, στο οργανικό χωράφι που θα φύτευαν αργότερα τις αεικίνητες προνύμφες τους, που θα παιρναν σώμα και φτερά από το εν αποσυνθέση κορμί που θα άφηναν.
Τα σκουλήκια βρήκαν παρέα και φώλιασαν μες στις μασχάλες μου, ένιωθα τις διεισδυτικές κινήσεις τους σαν αργοσάλευτο πρωτάρη εραστή, που φοβάται μην προκαλέσει πόνο και παίζει safe στα ψαχτά.
Τα χορτάρια γρήγορα γύρω μου μεγάλωσαν, θέριεψαν, καλύφθηκα από άλλες υπάρξεις πιο διεκδικητικές, πιο ορεξάτες για ζωή, πιο απαραίτητες, ενώ έλιωνα δεμένος, με χέρια και πόδια ανοιχτά.
Απ’ το κουφωμένο στέρνο κάποια στιγμή αποκαλύφθηκε ένας ξεραμένος βραχίονας, ένα σμάρι από ρυτιδωμένα δάκτυλα αμπελιού, όλα πρόωρα κομμένα, όλα καρατομημένα, ομφαλοσκοπημένα.
Από τις κόγχες βγαίνουν φίδια, στα σπλάχνα λιάζονται δυό αιματοβαμμένεςκάργιες, μια τσιμπούν και δυό τσακώνονται αναμετάξυ τους, μια βγαίνει νικήτρια, η άλλη αποχωρεί, μα φεύγοντας γραπώνεται από τα ρυτιδώματα και αποκαλύπτεται ένα δάκρυ, τα δάκτυλα δακρύζουν, η σωρός αναβλύζει αποφορά και δάκρυ, το πουλί τρομάζει και εξαφανίζεται, τα απονεκρωμένα γεννοβολούν βλαστούς και αρχίζουν να ανθίζουν.
Και οι φωνές αρχίζουν και ακούγονται καθάριες στο τέλος του αρκτικού χειμώνα, βοήθεια, βοήθεια, χρειάζομαι, κάποιον, εσένα, βοήθεια, και βγαίνουν οι κληματόβεργες με έλικες ψάχνοντας για βοήθεια.

4 σχόλια:

  1. Τι έκανες Κωστή πάλι με τις λέξεις σου;
    Πώς τις μάγεψες πάλι να οδηγούν από το φως στο πιο βαθύ σκοτάδι;
    Το διάβασα χτες και δεν ήξερα να πω, να μιλήσω....Και τώρα δεν ξέρω. Αισθάνομαι μόνο.... με νόηματα που δε γίνονται λέξεις. Αυτό.

    Καλή σου μέρα, αγόρι

    φιλιά στο κορίτσι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. για να αντικρύσεις τη νέα μέρα, θα πρέπει πρίν να έχεις κλείσει τα μάτια.
    για να φτάσεις ψηλά, πρέπει τα θεμέλια σου να μπούν βαθιά
    για να καλωσορίσεις καινούρια πουλιά το σάρκινο κλουβί σου, θα πρέπει να βγάλεις τα πεθαμένα έξω,
    αυτές οι λέξεις που έχω να πώ, αυτή η ζωή που ζώ.
    η μέρα είναι όλη εσύ, σύννεφα.
    καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βροχή θες;
    Όση θες!
    Βοήθεια θες;
    Υπάρχει κι αυτή.
    Μόνο μη μου αποδυναμώνεσαι ε;
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γράφεις όμορφα λόγια από τα παλιά καλή μου πρωθιέρεια
    Ευχαριστώ σε για το ποιήμα σου, πολύτιμο στολίδι ανάμεσα στις γνώμες-γνώσες μου, μα να σου πώ την αλήθεια λάτρεψα την εισαγωγή σου, ανάγλυφος στην επίπεδη οθόνη σου;
    Αν ακουμπώ χορδές σου, είναι επειδή το τραγούδι δεν είναι άγνωρο στα αυτιά σου, μιας και στα όνειρα ο μορφέας συνδράμεται απ΄’ τον ορφέα και η αίσθηση αφού ξυπνήσεις και ανατριχιάσεις από πολλούς λέγεται παραμνησία ή déjà vu.

    ΑπάντησηΔιαγραφή