28.8.08

Σταματάς ποτέ να νιώθεις μόνη;

Η ανάσα δεν θέλει σκέψη, κανένας δεν πέθανε επειδή κράτησε την αναπνοή του, μπορεί να σάπισαν μέσα του τα λόγια που δεν είπε ή το κρασί να του δηλητηρίασε το αίμα και ο καπνός τα πνευμόνια, γιατί προσπαθούσε κάνοντας κακό στον εαυτό κάποιον-α κάτι να εκδικηθεί.

Η ζωή είναι ένα κοντό ταξίδι που μακραίνει όσο μακρύτερα φτάνει η σκέψη, τα πόδια αεικίνητα έμβολα και το στόμα ασθμαίνον φουγάρο, χωρίς το σκοπό ένα ακυβέρνητο πλοίο που πιο πιθανά φλερτάρει με το χαμό παρά με τον ελλιμενισμό.

Τα ντεπόν να μην μπορούν να κρατήσουν τις ημικρανίες μακριά και τα βάλιουμ να μην μπορούν να καταφέρουν τον μορφέα να ξαπλώσει δίπλαθε τους, τα μάτια πάντα κρυμμένα πίσω από γυαλιά και οι γύφτισσες να μην ζυγώνουν να πούνε μοίρα στο άδειο χέρι.

Κυοφορείς εκρήξεις που δεν θα τις νιώσει κανείς, τα δάκρυά σου δεν θα ποτίσουν άλλων στέρνα, τα λόγια σου μονόλογοι στα αυτιά σου που δεν θα επαναληφθούν και το βαθούλωμα στο στρώμα σου θα ναι πάντα στο κέντρο.

Πιο άστοχη από σένα στη ζωή δεν γνώριζα, σημάδευες πάντα πιο ψηλά απ’ τους ανθρώπους, κύκλοι και βέλη, τόξα και σκαλιστές καρδιές δεν σου παν τίποτα, εσύ λάτρευες τις λυπητερές ταινίες, που μένει ο ήρωας δίχως παρόν και ο κόσμος χωρίς μέλλον, έβλεπες σε γλάστρες δέντρα και σε ξερόβραχους φύτευες ελπίδες, δεν σου πε βέβαια κανείς πως δεν υπάρχουνε αισθήματα μπονσάι, μόνο άνθρωποι κυρτωμένοι από τον κάματο που ακόμα και ο χάροντας αγριεύεται να τους πάρει δοκιμάζοντας τις αντοχές τους.

Κουβαλάς ένα απύθμενο κενό και τα ποτήρια που καταπίνεις δεν βρίσκουν πάτο, μόνο τα λόγια που έμαθες να ξεκοκκαλίζεις αγκυλώνονται στα βάθη σου και φτιάχνουν ιστούς που δίνουν θρόισμα σε κάθε λέξη σου σαν επιθανάτιου ρόγχου και οι χαρές ανασκουμπώνονται στα διπλανά τραπέζια, πριν φύγουν κοιτώντας σε με λύπη και με φόβο.

Θυμάμαι κάποτε που έκλαιγες βουβά με ορθάνοιχτη την πόρτα, τα μάτια ψηλά, τα χέρια ριχτά, ανάμεσα των ποδιών σου. Σαν τι να τρέχει, ρώτησα, δεν ήσουν πληγωμένη, τουλάχιστον επιφανειακά, κάποιες πληγές μου είπες τρέχουν υγρασίες και έβλεπες τα πράγματα παραμορφωτικά πίσω από τους καταρράκτες σου.
Στο πάτωμα ξεκοιλιασμένο ένα τετράδιο με μια κατάμαυρη γραμμή, έγραψες μάλλον και ξανάγραψες το ίδιο πράγμα, πόσομουλείπεις, χωρίς να αλλάζεις τη γραμμή στη γραφομηχανή σου, το χαρτί στο τέλος σώθηκε από το πολύ χτύπημα και μελάνι, μαύρισε, τρύπησε και έχασκε στα πόδια σου σαν νικημένο σαλάχι.

Είχες δεχτεί πολλά τσιμπήματα και κάποια θανάσιμα δαγκώματα από βιβλία και τα αντιμετώπιζες με του φακίρη το θάρρος, χωρίς φλογέρα, κοιτώντας τα από ‘να μάκρος σταθερό στα μάτια, έτοιμη να τραβηχτείς ή να τα κλείσεις, γράμμα το γράμμα, λέξη τη λέξη, η ετοιμότητα σου χάρισε δυο μαύρα μισοφέγγαρα στα μάτι και μια σκοτεινή πανσέληνο εκεί που κοιμάται η δύναμη, κάτω απ το στήθος.

Νόμιζα πως κοιμήθηκες κάποια στιγμή και είπα να πλύνω τα πιάτα, μα καθώς τα μάζευα σπαρμένα θραύσματα από το πάτωμα, σε είδα να ξαναγίνεσαι παιδί, να φέρνεις τα γόνατα στο μέτωπο και να φαρδαίνουν πάνω σου τα ρούχα, να αναρριγάς σε ατομικές σεισμικές ακολουθίες και να συστέλλεσαι σαν πρωτοχρονιάτικο μπαλόνι, έως ξεφουσκώματος, που κατακάθεται κουρασμένο δίχως ήλιο, χωρίς αντοχές, χρησιμότητα και άλλη πολυτιμάδα, εξόν του γυαλιστερού του ντύματος.

Η ζωή έκανε κάποιες προσπάθειες από μέσα σου να σηκωθεί, ανέπνεαν τα πνευμόνια τόσην ώρα υποτονικά και τα γόνατα βάλθηκαν να στηρίξουν το βάρος του κόσμου σε ένα κεφάλι, ενός αστεριού λίγο πρίν την έκρηξη, λίγο πριν την λάμψη, αφού είχαν αποσωθεί οι σάρκες και οι αντοχές του κάτω από το ίδιο το απίστευτό του βάρος, μπορεί και βάθος, δεν ξέρω να σας πώ.


Τι μπορώ να κάνω;
Να φύγεις
Κι εσύ;
Θα υπάρχω
Για πόσο;
Για όσο
Απ τη στιγμή που σε συνάντησα έγινες η ευθύνη μου.
Κανενός δεν θέλω την ευθύνη, του γλυτωμού ή του χαμού, δικά μου τα ρέστα και τα δανεικά.
Τι να σου φέρω;
Μοναξιά
Έχεις μπόλικη
Μη μου στερείς την όλη
Γιατί είσαι τόσο μόνη;

Κοίταξε τον καθρέφτη. Πες μου τι βλέπεις. Άσε μη λες. Δεν λές. Δεν βλέπεις. Δεν με βλέπεις. Πως να υπάρχεις σαν δεν αγαπιέσαι;

Είχα πολλά να της πώ, μα τίποτα σπουδαίο, η σιωπή στις μεγάλες στιγμές είναι τιμή και λόγος.
Φεύγοντας άπλωσα το χέρι και της πήρα τη φωτογραφική και ένα βιβλίο, άφησα την πόρτα ανοιχτή και πήρα να περπατάω.

Κάποτε έφτασα στη θάλασσα, ό ήλιος μου έκαιγε τα μάτια. Διάβασα στα περιθώρια τις λύσεις και τα αμάγια, τα λόγια και τα ξόρκια που κλείδωναν τις λέξεις και τα αισθήματα μέσα σε ποιήματα και γράμματα και για την αγκαλιά που όποιος στερείται ψάχνει.

Στην πρώτη εικόνα της φωτογραφικής κατάλαβα πως τράβαγε την απουσία, όμορφα κάδρα, αλλά κενά και δίχως θέμα, ένα θέμα μάλλον αυτονόητο στα μάτια της, αποσκισμένο σαν εικόνα από την πραγματικότητα, σαν επιζωγραφισμένη καρτ ποστάλ, σαν διπλοέκθεσης διαφορετικών εικόνων πάντρεμα, σαν κολλάζ της σκέψης.

Δεν μου τα ζήτησε ποτέ, άφησε το σπίτι που κατοικούσε, κανείς δεν έμαθε πως χάθηκε, τους τρελούς και τους ονειροπόλους οι άνθρωποι τους θεωρούν κομήτες, τους βλέπουν , τους δείχνουν και γελούν, κανείς δεν πάει κοντά τους, βλέπουν στο πλάι να έρχονται και την κόμη τους σαν φεύγουν, μα τα μάτια, αυτά τα μάτια τα καντάρια πάγο γεμάτα κανένας δεν τα βλέπει, γιατί σε μαρμαρώνουν με το μικρόβιο της τόσης μοναξιάς.

3 σχόλια:

  1. διαλεγεις να γινεις παιδι ξανα γιατι μονο τοτε ο κοσμος ειναι οπως μπορεις να τον αντεξεις... τον φτιαχνεις στα μετρα σου. εχει αστερια που μιλανε, πριγκηπες καλοσυνάτους, φτερα που ερχονται και φευγουν οποτε τα θελεις. αυτη ειναι η πραγματικοτητα σου και την κανεις οτι θελεις...
    στο μετωπο σου σαν κρεμασεις την ταμπελα "ενηλικος", δεν σου επιτρεπεται να βλεπεις αστερια να μιλουν... και οταν λες πως μίλησες με εκεινο το φωτεινο αστερι εκει στα δεξια μονο μοναξια σου πρεπει. τα ματια του καθενος βλεπουν οτι αντεχουν.. και τα ομιλουντα αστερια βαρος αβασταχτο.
    "γιατι εισαι τοσο μονη;"
    "γιατι κανείς δεν θελει να δει τα αστερια μου..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Eίσαι καταπληκτικός.Το κορίτσι με το λάσσο, το πρώτο σου που διάβασα, είναι εξωφρενικά ρεαλιστικό. Και όλα. Εικόνες, και άπειρα οικεία συναισθήματα. Λίγο απο δω λίγο από κει..κι η μουσική... Άλλος κόσμος εδώ. Μαγικός! 8)


    Άνδρας δεν είσαι?
    (Δεν είναι ούτε ειρωνικό ούτε πειραχτικό φυσικά. Το έχω όμως μεγάλη απορία.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όταν η μουσική πληρώνει όλα σου τα κενά και μολογάει εύγλωττα τα πιο σκοτεινά σου μπερδέματα, τα χέρια δεν κροταλίζουν για ευχαριστώ, μα σκύβεις το κεφάλι, δίνοντας σιωπή για απάντηση, σαν εθελούσιο αυχένα για τατού, για κίνηση βαθειάς υπόκλισης, ενός σώματος χωνιού, που λαμβάνει από τον παραέχοντα και στη συγκεκριμένη από εσένα, ερωτική μου επιθυμία.

    Μιας αύρας η γραφή καλοδεχούμενη και τα πρώτα της λόγια δώρα. Τα λόγια δικά μου, οι αγαπημένες μουσικές μου άλλων και τα εύσημα στη μέση. Τα λόγια και τα αιστήματα, ρούχα της ψυχής και αν οικεία, σημαίνει φορεμένα, γιατί στα στόματα των υφάντρων είναι πανάρχαια και πανανθρώπινα, απλά σε μας έτυχε να τα προβάρουμε και να μας μείνουν

    Ανήρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή