29.8.08

Κάπου υπάρχει ένα κορίτσι με ένα λάσο






Κάπου υπάρχει ένα κορίτσι με ένα λάσο στο χέρι που ψάχνει ένα αγόρι να πιάσει και μαζί του να δεθεί.

Αγαπά όποιον της δείχνει καλοσύνη και όποιον της επιστρέφει τα φιλιά μετά το ποδοκύλισμα των κορμιών, σαν εκείνο το μούργο που ξάπλωνε στου κάθε περαστικού το πόδι, ζητιανεύοντας ένα χάδι, παίρνοντας κλωτσιές, σκουντήγματα και έξαποδώ.

Δεν έχει φτερά, κανένας δεν της είπε πως όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν, τα δικά της ατρόφησαν της αυτοπεποίθησης και έμειναν μόνο του μυαλού, να κάνει ταξίδια και όνειρα, εκεί που οι μόνοι άνθρωποι αγοράζουν στον εαυτό τους δώρα χωρίς των άλλων τον οίκτο.

Δεν γιορτάζει τις μέρες των ερωτευμένων με μπουκέτα, παρά αγοράζει βιβλία και στα γενέθλιά της το τηλέφωνο και ας μένει ανοικτό συνεχώς, είναι πιο βουβό από κομμένο καλώδιο.

Το σώμα της πλεούμενο για μικρά ταξίδια, ένα ταξί της τεστοστερόνης της εφηβείας στον ανδρισμό, ένα παυσίπονο για παντρεμένους, μια μάνα για μεγάλα παιδιά και ένας σάκκος του μπόξ για αδιέξοδες και μπερδεμένες ψυχολογίες.

Μια κοπέλα χαμένη στο πέλαγος, τριγύρω της ο κόσμος της συντρίμμια και αυτή να ψάχνει ένα χέρι να πιαστεί, ένα σωσίβιο, μια σανίδα σωτηρίας, μα το χέρι να την σπρώχνει πιο βαθιά για να φανεί ένα Εγώ, τα διαθέσιμα σωσίβια είναι για δύο με όρκους, νόμους και συμβάσεις φουσκωμένα, ενώ οι σανίδες να μην αντέχουν ούτε το δικό τους βάρος.

Θέλει ότι θέλουν όλοι οι γυμνοί, ένα σώμα να ντυθεί, μα δεν δέχεται να πάρει φορεσιά που δεν της ανήκει, ρούχο δανεικό σαν αναπτήρα, για να καεί μια δυό φορές και τέρμα. Θέλει κερί λαμπάδα τριγύρω από το φυτίλι της να την σφιχταγκαλιάζει και να καίγονται μαζί, ως το τέρμα.

Μια κοπελιά είναι έτοιμη για έρωτα, όχι καταστροφικό και μοιραίο, έζησε αρκετές αναποδιές και έχει ανάγκη τη νηνεμία του ορίζοντα, μια σκέπη γερή για τις καταιγίδες και ένα ατσάλινο κάβο για το καραβόσκοινό της.

Ξέρει πως δεν είναι κοπέλα των περιοδικών, μα θα θελε να ζήσει σαν βιβλίου ηρωίδα, όχι μαλθακή σαν αυτές που κοιμούνται και περιμένουν, μα σαν εκείνες που φορούν σιδερένια παπούτσια και σε δοκιμασίες μπαίνουν για να βρούνε τον πλανεμένο καλό τους.

Ξέρει πως είναι να ξαπλώνουν δύο και να ξυπνάει μόνη, ξέρει πως το μόνο που προδίδει του άλλου την παρουσία είναι το δεύτερο ποτήρι κρασιού στο πάσσο, το σηκωμένο της τουαλέτας κάθισμα και το άρωμα μιας ανδρικής κολώνιας στα σεντόνια ποτισμένο με ιδρώτα.
Αχ, γιατί οι άντρες να ναι πιο φοβισμένα πουλιά και από μπεκάτσες μπροστά στην απειλή της οδοντόβουρτσας στο ποτηράκι του καθρέφτη.

Τριχωτές πλάτες, κρεμασμένα προγούλια, πρώιμη αλωπεκία και γκρίζοι κρόταφοι που δεν μοιάζουν στον ηθοποιό με το μαρτίνι, φανέλες μινέρβα και τζίν με νούμερο που προδίδει τα χρόνια τους και αντί για εστιατόριο παραγγελία πίτσα, η μυρωδιά του ξυνισμένου ιδρώτα και του πολυφορεμένου παπουτσιού είναι οι μνηστήρες που περιστασιακά την πολιορκούν και αυτή ξαπλώνει το σώμα της έπαθλό τους στο βωμό, τρέφοντας μάταιη πίστη.

Οι μέρες στη δουλειά να κυλούνε δίχως χρώμα, η διαδοχή τους να διακόπτεται από κάποια κολλώδη μεσημέρια, από κάποια θλιβερά απογεύματα με συγγενείς ή μπροστά από μια αδιάφορη τηλεοραση και συμβατικούς καφέδες με φίλους που θέλουν να πούν παρά να ακούσουν, που τόσο ιντριγκάρεσαι να τους απαντήσεις ζοφερά όταν τυπικά σε ρωτάνε πως τα περνάς για να τους καταρρακώσεις την αίσθηση ασφάλειας που έχουν χτίσει, απέναντί σου, αποδιοπομπαία μου κατσίκα.

Σε ποιόν να εκμυστηρευτείς πως περισσότερη συντροφιά σου κρατάει ο πλαστικός σου ηδονιστής με τις μπαταρίες και πως θα θελες και εσύ σε κάποιον μπροστά να φορέσεις παρά να βγάλεις τα καλά σου εσώρουχα, πως στην ντουλάπα σου μαζί με κάποια όνειρα θα μείνουν καταδικασμένα κλεισμένα στη ζελατίνα του καθαριστηρίου τα ανάλαφρα φορέματα που αγόραζες με την γλυκειά προσμονή μιας νέας μέρας που ποτέ δεν ξημέρωσε.

Κοιμάσαι με δυό μαξιλάρια, το ένα στο προσκέφαλο και το άλλο αγκαλιά, γιατί είναι βαρύ να κοιμάσαι και να ξυπνάς περισσότερο άδεια, μια προσποίηση στον εαυτό σου δεν βλάφτει, αυτό λες και πλέον το πιστεύεις περισσότερο από την ελπίδα που κάποτε έλεγε πως οι άνθρωποι κάποια στιγμή βρίσκουν το ταίρι του, γαμημένα ψέματα λόγια, που πήρατε κόσμο στο λαιμό σας.

Οι κοπέλες που μαζί μεγαλώνατε γίναν γυναίκες και συχνάζουν στην πλατεία, στα πάρκα και στο σούπερμάρκετ με τα καρότσια και τα σάββατα στους παιδοτόπους, για να ξαναφτιάξουν τους σπασμένους κύκλους των γονιών, παρά για το παιχνίδι των μικρών. Κι εσύ; Στην απέξω, σαν μιαρή, σαν μολυσματική ασθένεια αντιμετωπίζουν τη μοναξιά σου με αποστροφή, σαν να μην υπάρχεις, σαν να μην πέρασες την πίστα, σαν να έμεινες στου πάκμαν τους πλάγιους διαδρόμους στο σκοτάδι παγιδευμένη.

Γελάς στα μικρά παιδιά και χαιρετάς με λύπη κάθε κλείσιμο του βιολογικού σου μήνα, σαν μια πιθανότητα που δεν είχε ελπίδες στατιστικές να μετουσιωθεί σε επιτυχία, γιατί οι επιβαίνοντες του σώματός σου πάντα ζυγίζουν την εκτόνωση με τον τρόμο των υποθετικών τους ευθυνών αν όλα πήγαιναν κατ ευχήν ή καταδιαόλου και παίρνανε προφυλάξεις.

Σε έχω δεί να περνάς από τα καλοκαιρινά καφέ μην δείς και εσύ κάποιο γνωστό και να διέρχεσαι για να καθίσεις στο παγκάκι απέναντι στη θάλασσα με ένα βιβλίο απέναντι, ανάμεσα σε επίδοξους ψαράδες, που φαντάζονται τη νύχτα τους μέσα στα βογγητά σου, αλλά εσύ έχεις μόνο μια τρομαχτικά άδεια αγκαλιά ανάγκη και γρήγορα μαζεύουν τα σύνεργά τους και εξαφανίζονται.

Κάπου υπάρχει ένα κορίτσι με ένα λάσο στο λαιμό και οι περίοικοι είπαν πως δεν κατάλαβαν τον λόγο.


η φωτό είναι απο τους αγγέλους της μάρως γαλάνη