1.10.08

ένα καρρέ

Ένα ξεχασμένο φίλμ

Τίποτα δεν θα ξαναεμφανιζόταν, τίποτα δεν θα ξαναστερεωνόταν.



Άλλη μια ερωτική ιστορία, βάλε εσύ τα ονόματα, να βάλω εγώ τις πράξεις. Ξέρεις από έρωτες; Δεν είσαι σίγουρος; Έχεις πάει σε κρεοπωλείο; Έχεις δεί πως ξετομαριάζουν το κοτόπουλο; Του κόβουν τα πόδια, μετά το λαιμό, του ανοίγουν με μια την κοιλιά, του βγάζουν τα εντόσθια, στις κνήμες κυκλώνουν το δέρμα και το τραβάνε από το σβέρκο. Αυτό είναι το ξετομάριασμα και κάπως έτσι μοιάζει η απώλεια του έρωτα. Σε σόκαρα; Δεν τρέχει τίποτα, έχεις καιρό μπροστά σου να το νιώσεις και να το αισθανθείς στο πετσί σου καλύτερα.

Στάση μικρή, δεν είναι ο έρωτας αυτός, αν ήταν να ακριβολογήσω θα έλεγα πως έρωτας είναι το τατουάζ, κάτι που δεν έχεις και θέλεις να στιγματιστείς από αυτό, είναι μια παραπάνω τρύπα στα σωθικά σου όπως οι τόσες στα αυτιά και στο σώμα σου, μόνο που οι πληγές και οι τρύπες αργούν περισσότερο να κλείσουν, αν κλείσουν ποτέ.

Συνέχεια, είναι αυτός και αυτή, μπορεί να είναι αυτός κι αυτός ή αυτή κι εκείνη, λίγο μας απασχολεί, ο έρωτας είναι μια υπόθεση ανθρώπων που νιώθουν άνθρωποι, έτοιμοι, ζωντανοί, άνθρωποι κουτσοί από ανάγκες, να πάρουν να δώσουν, μαζί να πορευτούν, γιατί αλλιώς περπατάς δίχως σκοπό μπροστά, χωρίς ποτέ να φτάνεις.

Στάση μεγάλη, συνάντηση, αναγνώριση, ραντεβού, προσέγγιση, φλέρτ, σύγκριση και αναγωγή, σέξ, γνωριμία, σεξ, γνωριμία, εξέταση παραμυθιού, σεξ με έρωτα, έρωτα, καθημερινότητα, διαφωνίες και συμφιλιώσεις, έρωτας και γνωριμία, εξέταση παραμυθιού και ταξινόμηση, εσωτερικές διεργασίες, βόλτες, παρέες, δουλειά και σπίτι, έρωτας και σέξ, διέξοδοι, dvd, σεξ και διαφωνίες, εγωισμοί, μεγάλης έντασης και μικρής διάρκειας χωρισμοί, επανασυνδέσεις μετά αφανών απιστιών, μικρά ψέματα, αχόρταγες ανάγκες, μοναξιές και έλλειψη επικοινωνίας, συνέχεια νεύρα και τηλέφωνα, διακοπές, σεξ, όχι σεξ, σχεδόν οριστικός χωρισμός.

Κενό μικρό, οι φίλες της, οι φίλες σου, γνωστές και άγνωστες παρελάσεις από το κρεβάτι, γέλια με επιφύλαξη, μεγάλη τρύπα στον εγωισμό, ο χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια, τη σκέφτεται, μπορεί να τη συγχωρέσει για τα λάθη του, τον θέλει μα δεν μπορεί μια ζωή να παίζει τη μάνα και την ερωμένη, σβήνουν τηλέφωνα, αν και τα περιμένουν να χτυπήσουν.

Κενό μεγάλο στο κρεβάτι, οι επιδόσεις πέφτουν στη δουλειά και το σπίτι χάνει την αίγλη του, οι φίλοι σε γνωρίζουν με ξοφλημένες περιπτώσεις ή τόσο καλές που είσαι εσύ για κείνες καμένο χαρτί, τα μπάρ κλείνουν νωρίτερα από την ικανότητά σου να βρίσκεις θύματα αμάχους που θα δοκιμάσουν την πολεμική οργή σου.

Τα τηλέφωνα στο καρνέ εξαντλημένα, η σανίδα σωτηρίας άφαντη από το οπτικό πεδίο, οι λιγοστοί φίλοι λένε πως αντέχει, πως δεν πολυγυρνά, πως κάποια στιγμή ήταν με κάποιο πρόσωπο αλλά δεν ξέρουν αν ήταν να κρατήσει, μερικοί είναι πρόθυμοι να παίξουν το ρόλο του πληροφοριοδότη, ενώ κάποιοι προσπερνούν.

Σε κάποιο πάρτυ, σε μια συνάντηση, κάπου για ένα καφέ, θα ξαναβρεθούν. Θα ζυγίσουν αντοχές δική τους και του άλλου, θα πουν πολύ λιγότερα από αυτά που θέλουν, πάντα φορώντας την πανοπλία της σιγουριάς, θα ευχηθούν καλή συνέχεια και τύχη στη ζωή και θα φορούν εκκωφαντικά χαμόγελα, πυροτεχνήματα που το βράδυ στο σπίτι του καθενός θα μαραθούν από τσιγάρα και αλκοόλ, θα διαολίσουν την δειλία τους και θα περιμένουν μια δεύτερη ευκαιρία από τη θεά τύχη.

Δεν θα αργήσει να χτυπήσει το τηλέφωνο, από την κάμψη των αντοχών του ενός, για κάποια λάφυρα αντικείμενα που ξέμειναν κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, θυροτηλέφωνο, ασανσέρ, κουδούνι, αυτά για εκείνα, ένα κάτσε πιο επιθυμητό κι από ανάσταση, ένα ποτήρι νερό, χαμηλωμένα βλέμματα που πέφτουν πάνω σε οικίες κάλτσες και σε ένα καλοστρωμένο κρεβάτι, ύβρη στις τόσες σπονδές στον θεό του πάθους, τα μάτια να εξερευνούν ρήγματα και να ανιχνεύουν διαθέσεις, το νερό να γίνεται κρασί και το άγγιγμα μαγνητισμός, χωρίς πρέπει, χωρίς μη, χωρίς πισινές, εκσπερματώσεις και εκρήξεις αδρεναλίνης, δύο σώματα κουβαριασμένα μέσα σε αλλότριες μα τόσο γνωστές αγκαλιές, ύπνος, ο πιο χορταστικός των τελευταίων μηνών.

Φώτα πορείας μεγάλα, οι διαρκές αποδείξεις κουράζουν και οι διαβεβαιώσεις εγείρουν υποψίες, το παραμύθι είναι εκεί έτοιμο να ζωντανέψει, ο καθένας ντύνεται το ρόλο του, επιστρατεύονται προβιές και άθλοι, μόνο που ο έρωτας ποτέ δεν παίζει στο γήπεδό του, αν δεν είναι αουτσάιντερ, πώς να χει τη βοήθεια του κοινού; η υπερπροσπάθεια φαντάζει κάλπικη, σαν προέκταση εγωισμού και οι μοναξιές και οι μελαγχολίες επανέρχονται στο θρόνο τους, χωρίς σφετεριστές και πραξικοπηματίες.

Φωτογράφος αυτός και αυτή μοντέλο, πώς να μην φανεί το ψέμα τους μέσα από το γυάλινο μάτι, η αγκαλιά του γίνεται μεγαλύτερη και η πίστη του μικραίνει, το σώμα του μοιράζεται σαν αντίδωρο και κάθε μέρα βουλιάζει σε ένα βούρκο που θέλησε να κολυμπήσει ελπίζοντας να βγεί.

Το έργο δεν κρατάει επί μακρόν, τηλέφωνο από τη δουλειά, έγινε κάποιο ατύχημα, σε μια ανάβαση, ντύνεται και φεύγει βολίδα, μια κοπέλα μένει μόνη της στο ξενοδοχείο με κάποια όνειρα εξαργυρωμένα για καριέρα στα τέσσερα, είναι πιο μακριά από όσο νομίζει, δεν θα προλάβει να φτάσει, ο δρόμος γλυστράει και το φως δεν έχει ακόμα πέσει για τα καλά, ένα φρενήρες κυνηγητό του εαυτού και της σκιάς του από τα φώτα των πίσω, ενώ μια ζωή τον προσπερνάει γι’ αλλού, φτάνει για να δεί πρησμένα από το κλάμα μάτια και πεσμένους ώμους.

Μια πνοή του ανέμου, ένας κακός υπολογισμός, ένα σαθρό πιάσιμο και μια πτώση πτήση από ψηλά, τέσσερεις, μαύρα, γυαλιά, μάτια, μάτια, μάτια, μάτια, στεφάνια και λουλούδια, ξύλο στο χώμα φυτεμένο, αποχή απ τη ζωή, συντρίμι, ρημάδι, μια καρβουνιασμένη ψυχή, ούτε αλκοόλ ούτε χασίς, μόνο μια ουτοπική σωτήρια λοβοτομή, έρμαιο του παρατημένου εκδικητικού εαυτού του.

Κάποιος συνέρχεται από την πληγή αρκεί να μην την κουβαλάει μέσα του, ο πόνος επιμερίζεται αν μοιράζεται και κείνος κράτησε όλο τον πόνο δικό του, λόγω ενοχής, λόγω προηγούμενου ανέντιμου βίου, λόγω όλων εκείνων των σουβλερών ματιών που τίποτα δεν έλεγαν μα τα λεγαν όλα.

Χέρια παράλυτα, στο πλάι ακουμπισμένα, φάρμακα, ζωή αποχαυνωμένη μέσα σε αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά, κατάντησε ο λιγότερο επικίνδυνος για τον ίδιο, όνειρα δίχως βράδυ, αιμοσταγές λευκό, εμετική προστασία, καταπιεστική φροντίδα και ένας χρόνος χωρίς ρολόγια.

Οργή ανεκδήλωτη, απρόσωπη, αντανακλαστική σφιχτοδεμένη πίσω από κοιμισμένους νευρώνες και τένοντες, ένα ελατήριο ισόρροπο φαινομενικά, μα κοντά στο όριο θραύσης του, ο βράχος που βλέπει τη σταγόνα να έχει παρεισφρήσει στη σχιμάδα του ενώ επέρχεται χειμώνας, το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη λάμψη και την βροντή της κάνης από το βάθος απέναντί σου, μέχρι το κάψιμο στο στήθος.

Ορθοστάτησε κάποια στιγμή, όλο το υποστηρικτικό σύστημα οικογένεια και φίλοι τον πλαισίωσαν, μα αυτό που του έλειπε για να ισορροπήσει ήταν η δουλειά. Εργασιοθεραπεία, χιλιάδες καρρέ, τρομαχτικά γυμνά, βαριά ατμοσφαιρικές συνθέσεις, παράλογες απαιτήσεις, ξανάγινε ονομαστός καλλιτέχνης, απρόσιτος, απολίτιστος, κουβαλώντας ένα κακό κάρμα, μια μυρωδιά που πάγωνε τις συζητήσεις όπου διερχόταν.

Δεν τραβούσε κλίκ, ήταν σαν να όπλιζε και να πυροβολούσε τα μοντέλα του, ήταν σαν να τα εκδικιόταν, αυτές όσο τρόμαζαν τόσο υποτάσσονταν, πειθήνιες κούκλες στις αιρετικές συνθέσεις του, βλάσφημες και αρτιστίκ σαν νέο ρεύμα.

Όλο το σπίτι του τυπωμένο από φωτογραφίες της, σε κάθε τοίχο, σε κάθε της στιγμή, μια κοπέλα τόσο δυνατή και όμορφη όσο άλλο τόσο εύθραυστη, το ναρκωτικό και το αφιόνι του, ένας μαραθωνοδρόμος σε μονόδρομο στάδιο, να στήνει και να πηδά εμπόδια τρέχοντας συνεχώς, χωρίς θεατές και άλλους κριτές από τον ίδιο, τον χειρότερο.

Όσος καιρός και αν έχει περάσει, αν δεν απαντηθούν τα ερωτηματικά, ο άνθρωπος δεν λύνεται, παραμένει εκεί και ξαναμασά το λάστιχο σαν τσίχλα ελπίζοντας κάποτε να μαλακώσει, μα του κάκου, στο τέλος μένει να το κάνει αυτό από συνήθεια, όχι ψάχνοντας για λύση, απλά για κάτι που τον προσδιορίζει.

Μια μηχανή αχρησιμοποίητη από τότε, η αγαπημένη της, η από τον λαιμό περασμένη ακόμα και τότε έστεκε στο κιβούρι με τα υπόλοιπα πράγματά της να του χαρίζει εξαίσιους εφιάλτες το βράδυ και υπέροχες νευρώσεις όποτε το μάτι σκόνταφτε πάνω της, άσχημα χτυπημένη, να του θυμίζει το θέαμα που αντίκρισαν οι διασώστες σαν την βρήκαν, ότι μπόρεσαν να περιγράψουν όταν επίμονα αργότερα τους ρωτούσε με μάτια κομμάτια, τρέλα γεμάτα και αγκάθινα στο λαιμό καρφιά, προφέροντας τις δύσκολες λέξεις.

Δεν είχε κατορθώσει να απλώσει πάνω της χέρι, ήξερε τα όριά του και αυτό θα ήταν μέχρι τότε πάνω από τις δυνάμεις του, περίμενε όσο καιρό το πειραγμένο του μυαλό τον εσυμβούλεψε και τώρα ήθελε να λυτρωθεί, επιτέλους να κοιμηθεί.

Ένδειξη καρρέ 1, η μηχανή όπλισε τη δεύτερη κανονικά, όλο το φίλμ το τράβηξε εν ριπή οφθαλμού, σε κάθε γωνιά του σπιτιού, σε κάθε τοίχο με τη φωτογραφία της, η ραχοκοκκαλιά του είχε γίνει σαν του αχινού τις ορθωτές βελόνες και μια ανησυχία είχε πανικοβάλει την σταθερή ανάσα του.

Κλεισμένος στο σκοτάδι ανάδευε τον κύλινδρο με τη μοναδική του άγνωστη στάση, ελπίζοντας να έχει μη λησμονηθεί η λανθάνουσα εκείνη εικόνα αν ήταν όντως και όχι η πρώτη καμένη δοκιμή ως συνήθως.

Χωρίς να προλάβει η κελουλόζη να στεγνώσει, χωρίς κοντάκτ, ο δαίμονας τον έσπρωξε στην πρώτη στάση του καρρέ, την όπλισε τον μεγεθυντήρα και περίμενε το ακτινοβολημένο χαρτί να αρχίσει να παίρνει μορφή. Στο λειψό κόκκινο το φώς του εμφανιστή άρχισε να σχηματίζεται μια εικόνα της, η πρώτη και η τελευταία της πτήσης.

Ουρλιαχτά και πανικός να βγεί από το μικρό σκοτεινό δωμάτιο, οι λεκάνες αναποδογύρισαν πάνω του, το διαβρωτικό υλικό του έκαψε τα μάτια και στο στήθος κράτησε το αστερέωτο χαρτί, ένα φάντασμα που με το φώς της πόρτας έγινε γκρί και μαύρισε, του κάκου, δεν θα ξανάβλεπε ποτέ άλλη εικόνα, την μόνη που ζήταγε, την πήρε μια ματιά και την κράτησε για πάντα μέσα του ολοζώντανη νεκρή.