20.10.08

σώσε με

Σώσε με ακούστηκε μια φωνή καταμεσής του κόσμου. Σ’ άγριο ωκεανό με μανιασμένα κύματα πάλευε το ψιλόλιγνο πουλί για να πετάξει, μα κείνα το τραβούσαν στο βυθό, στο βέβαιο θάνατό του.
Θέλησε να δεί τα ψάρια κι ερωτεύτηκε τη χάρη και το κολυμπητό τους, μα σαν βρέχτηκαν τα φτερά του δεν μπόραγε να πετάξει και απέλπιδα έλεγε τούτες εδώ τις λέξες.
Σώσε με
Μάτια μεγάλα θαλασσινά, πιότερο του πελάγου και τέτοιο πόνο και σπαραγμό δεν είχε ξαναντικρύσει. Μικρό πουλί μεγάλο να τραβήξει δεν είναι γραμμένο ούτε στ’ αδύνατα, μα κάτι ήξερε από μια πτήση πως οι άνθρωποι πετάνε για λίγο με βατήρες, ρίχνεται μια και δυό μες στο νερό και ψάχνει να πιάσει πάτο.
Στη σκέψη της ξελεφτέρωσης του έρωτα πουλιού του, κάπου χαμογελά και ανοίγει του το ράμφος, χάνεται η ανάσα η επαρκής για να σωθεί και το ίδιο, μα το χαμόγελο δεν λεει να φύγει απ του πουλιού το ράμφος.
Βρίσκει το πρώτο πάτημα σταθερό και τα φτερά τινάζει, οι νεροστάλες χύνονται πίσω στη νερομάνα και έτοιμο το πουλί είναι λέφτερο να φύγει να πετάξει, μα σκύβει μια και δυό και βλέπει του δεύτερου το ανοιχτό το στόμα και τα κλειστά τα μάτια, αρπάζει το απ τα φτερά και παίρνει το κουβαλώντας, γλυτώνοντας τ΄αντιχαστούκισμα της αθαλασσοπνίχτρας και πάει το σε απόμερο, υπήνεμο μέρος να το φροντίσει.

Φτερά κλειστά, μάτια κλειστά, χωρίς παλμό το σώμα, στόμα ανοιχτό, λόγια γλυκά, μα αυτιά κλειστά για πάντα, στάζει του δάκρυ γλυκαλμυρό από βαθιά συγκίνη και βρίσκει το ξάπλα ακριβώς, κει στη γωνιά στα χείλη και μια ιχνάδα ζωής που πήγε να αναλάβει, σαν βλέπει το πρώτο πάνωθε, γιομίζει η καρδιά του, ξέχειλη απ τη συγκίνηση, σαν νάβρε την παραδείσος και αφήνεται στον πεθαμό από όνειρο πλανεμένο.
Κλείνει το πρώτο τα φτερά, κουρνιάζει πάνω στο άλλο κι αφού στη ζωή χωρίστηκαν, ενώνονται στο τέλος

για του ενός το σώσιμο δεν είναι και των δύο
και ο θάνατος και η παράδεισος ζούνε στον ίδιο κόσμο