7.1.08

το δώρο

Σάββατο ξημερώματα, το φώς ακόμη σβηστό και τα μάτια να περιεργάζονται το σκοτάδι. Τίποτα. Κι όμως, η μεγάλη μέρα έχει έρθει. Ξέρεις τι είναι να περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο, όχι πως βαθειά μέσα σου έχεις την αίσθησή του, μα να, είναι συνδυασμένα τα χριστούγεννα με το κρύο και το χιόνι και έξω τα πάντα είναι κατάλευκα.
Το τζάμι θαμπωμένο από υδρατμούς, η ξυλόσομπα να ψιλοκαπνίζει λόγω του δυνατού αέρα και τα καλά μας ρούχα να ζεσταίνονται απέναντι στις ξύλινες καρέκλες.
Ομιλίες στην κουζίνα, η μάνα σαν στοιχειό του σπιτιού να σηκώνεται πάντα πρίν φέξει για να ετοιμάσει τα πάντα, το φαγητό, τον καφέ του πατέρα, το κολατσιό μας, να συμμαζέψει το σπίτι και να καθαρίσει απαραιτήτως καθημερινά τα μωσαικά πλακάκια.
Τα πόδια με μνήμη ελέφαντα και αισθητήρες σαλιγκάρου να ανιχνέυουν τα χοντρά μαλλιαρά πασούμια που μου έπλεξε πέρσι η γιαγιά και να τρέχουν μαζί με μένα στον το διπλανό δωμάτιο μπαίνοντας στο βασίλειο των μυρωδιών. Κρουασάν, αψιά μυρωδιά φρεσκοτριμμένου καφέ, δίπλες με μέλι, τηγανίτες με κανέλα και ζάχαρη, δεντρολίβανο, πιπέρι μαύρο και πατάτες. Το στόμα να νεραπολάει μες το εκκεντρικό συνοθύλευμα από γεύσεις και μυρωδιές, αλλά η αποστολή του μια, η ερώτηση:
- Πότε μαμά; Πότε; Πές μου, πότε;
- Καλημέρα λέει ο κόσμος το πρωί και ιδίως τέτοια ημέρα χρόνια πολλά. Πιές το γάλα σου.
- Πότε μαμά; Πότε; Πές μου και θα το πιώ. Πότε;
- Πάνω στο τραπέζι έχει ψωμί με βιτάμ και ζάχαρη, κουραμπιέδες και γλυκίσματα. Σερβιρίσου γιατί έχω δουλειά. Αχ μπελά, μην με κοιτάς έτσι λυπημένος, αύριο το πρωί ή αργά σήμερα το βράδυ αφού κοιμηθείς θα ρθει ο άγιος βασίλης και θα σου αφήσει το δώρο σου. Όχι όμως σήμερα, εντάξει; Μη χάσεις τη μέρα σου περιμένοντας.
- Καλημέρα μπαμπά. Χρόνια πολλά. Ξέρεις τι δώρο θα μου φέρει ο άγιος βασίλης αύριο;
- Καλημέρα σπόρε, ελπίζω υγεία, ευτυχία και χαρά και να ναι για κάθε μέρα.
- Όχι, εγώ θέλω όπλο. Αυτό είναι δώρο.
- Πρόσεχε τις ευχές που κάνεις..

Μούτρωσα λίγο, αλλά μου πέρασε γρήγορα τρώγοντας και κανονίζοντας τις επόμενες κινήσει μου.
Ντύθηκα το κασκόλ και το σκούφο, ανέσυρα τα εργαλεία δουλειάς και έφυγα για την συγκέντρωση των παιδιών της γειτονιάς μου. Το καθένα κρατούσε από ένα τρίγωνο και ένα μπαστουνάκι, κάποιοι μουσικοί διέθεταν μελόντικα και ένα παιδί κιθάρα. Αυτή τη χρονιά κατεβαίναμε περισσότερο προετοιμασμένοι από τις άλλες χρονιές και τη αποπάνω γειτονιά, που έφτιαχναν τον καιρό που παίζαμε εμείς μπάλα, ξύλινο καραβάκι και το βάφαν με λαδομπογιά, κάτι που πολλαπλασίαζε τις εισπράξεις τους.
Δοκιμάσαμε στα γρήγορα τα λόγια, πάνω κάτω τα ενθυμούμασταν και ότι μας έλειπε ή το ξεχνούσαμε, συμπληρωνόταν αυτόματα από την ενίσχυση της μελωδικής γραμμής. Οριοθετήσαμε τις περιοχές κατά σειρά χαρτζηληκιού και χωριστήκαμε σε τρείς ομάδες, ώστε να μην πέφτουμε η μια ομάδα καπάκι πάνω στην άλλη, για ένα πιο σταθερό μεροκάματο και στο τέλος η μοιρασιά μόνο εντός της ομάδας. Όλοι ευτυχισμένοι, εκτός από τους ξενομπάτες, τα γυφτάκια, που μας έπαιρναν τα λεφτά, μιας και ξυπνούσαν πρώτα και ήταν πιο επίμονα στο κουδούνισμα. Ας ήταν καλά οι σφαλιάρες, ευτυχώς είχε καθαρίσει πλέον ο τόπος μας έλεγε ο θείος μου, ο μπάτσος από τότε που μαζευτήκαμε σε συλλαλητήριο και τους διώξαμε από την πλατεία στο ποτάμι.

Η δουλειά έχει τα πάνω της και τα κάτω της, αυτή τη χρονιά πιάσαμε πάτο, όσο δυνατά και αν χτυπήσαμε τα τρίγωνα, όσο και αν ξεφωνήσαμε τα κάλαντα το ταμείο κουδούνιζε από χαμηλής αξίας κέρματα, σαν πεινασμένου κοιλιά, αντί για την ήσυχη χορτασμένη τσέπη με τα χαρτονομίσματα.
Θα προσπαθούσαμε λίγο ακόμα και μετά ο καθένας σπίτι τους, για να μην μοιραστεί το γενναιόδωρο μπαχτσίσι με τα αλητόπαιδα, που λεγε η μαμά μου. Αυτό ήταν απόλυτα λογικό.
Αν δεν ήταν λίγο οι θιές και η μάνα μου να τσοντάρουν λίγο δεν θα μπορούσα να πάρω το δώρο που χα τάξει εγώ στον εαυτό μου, το πλαστικό τόξο από τον μουστάκη, με την όμορφη χειρολαβή και τα πολύχρωμα βέλη.

Από πάντα ήθελα να πάρω ένα μεγάλο τόξο, επαγγελματικό, μεταλλικό, γυαλιστερό, που να σκοτώνει πουλί στα 200 μέτρα. Το χα δεί στο παζάρι και έριξα του κόσμου το κλάμα και τα παρακάλια για να μου το πάρουν, αλλά τζίφος. Δεν άρεζαν αυτά τα παιχνίδια στους γονείς μου που είχαν ζήσει και τον μεγάλο πόλεμο και πολλά είχαν δεί τα μάτια τους, μου έλεγαν πως θα μοιαζα στα αλητάκια της γειτονιάς που θα μεγάλωναν να γίνουν κακοποιοί και θα μπαιναν στη φυλακή. Όχι, ποτέ εγώ, ο γιός τους, το καμάρι τους.

Στα κρυφά ρημάζαμε τις λυγαριές από το βουνό στις εκδρομές μας με τα ποδήλατα και φτιάχναμε με σπάγκο και καλάμια τόξα και βέλη για να παίζουμε τους ινδιάνους και τους καλούς. Εμείς ήμασταν οι καλοί και οι ινδιάνοι τα πουλιά, για να μην βγάζουμε τα μάτια μας, μιας και το χέρι κάθε μάνας ήξερε να βρίσκει κάθε φορά από το δέντρο το κλωνάρι που αργούσε πιο πολύ να σπάσει πάνω μας και πόναγε... άσε, δε σου λέω τίποτα.
Μια φορά είχαμε βάλει πρόκες στην άκρη στα βέλη μας και σημαδεύαμε τα δέντρα, μερικοί δεν τα έφταναν, άλλοι αστοχούσαν από τον αέρα και κάποιοι χτυπούσαν πάντα κορμό. Ένας τέτοιος ήμουν και εγώ.

Τώρα μες στο χιόνι, ντυμένοι μέχρι τα μάτια με τα γουνάκια, τα σκουφιά, τα κασκόλ και τις παιδικές γαλότσες παίζαμε χιονοπόλεμο μεταξύ μας και μεταξύ μας ήταν περισσότερο πόλεμος, γιατί σε κάθε χιονόμπαλλα κρυβόταν μέσα κάποια μικρότερα πέτρα για να φτάνει πιο μακρυά και να πονάει. Τέτοιοι ήμασταν, αυτά ήταν τα παιχνίδια μας.
Κάθε εβδομάδα κάποιο από μας πήγαινε στον γιατρό για να του ράψει το κεφάλι, να του δέσει το γόνατο, να του γυψώσει το χέρι, χωρίς φόβο, με λίγο πόνο και πάντα με κοκκινισμένα τα χέρια και τον κώλο από το πολύ ξύλο.

Φέτος είχα ζητήσει με γράμμα από τον άγιο βασίλη να μου φέρει ένα όπλο. Σε ένα έργο είχα δεί έναν αστυνομικό που κανένας δεν του την έλεγε, που χε στα πλευρά του περασμένο ένα περίστροφο και καθάριζε τους κακούς σαν πασατέμπους, που ότι πυροβολούσε ανατιναζόταν, οι γυναίκες τον θαύμαζαν και έπεφταν στην αγκαλιά του και είχε και ένα μεγάλο μαύρο σκυλί. Αυτός, το σκυλί και το όπλο του. Οι καλύτεροι φίλοι. Θα θελα και εγώ να έχω τέτοιους φίλους και όχι σαν τον μίμη που δεν μου στάθηκε σαν με πλάκωσαν τα παιδιά της πάνω γειτονιάς όταν πέτυχα ένα με μια πέτρα. Ο μίμης το σκασε, ο σκύλος και το όπλο θα μεναν κοντά μου να καθαρίσουν.
Στην παρέα θα γινόμουν αρχηγός, η μαιρούλα θα με πρόσεχε και στο σχολείο δεν θα με ξαναέβαζαν τιμωρία. Να έβλεπα αν η αδερφή μου θα χε όρεξη να με ξανακαρφώσει στους γονείς μας για φασαρία ή ότι έψαχνα στα συρτάρια της, α, όχι, θα την πυροβολούσα εν ψυχρώ, το όπλο μπροστά, λίγο γερτό στο πλάι, μπαμ, μπάμ και θα σου λεγα εγώ, καλή μου αδερφούλα, αλλά άσε έχε χάρη που δεν ήθελα να στεναχωρήσω τους δικούς μου, αντε το πολύ μια δυό στα πόδια και ξώφαλτση.

Από πέρσι είχα μεγαλώσει πολύ, τα παλιά μου καλά δεν μου χωρούσαν, το παπούτσια το ίδιο. Οι πωλήτριες με κανάκευαν και μου λεγαν πως όταν θα γινόμουνα μεγάλος θα με παντρευόντουσαν. Η μαμά ξερογελούσε και μου παιρνε πάντα ένα νούμερο μεγαλύτερο παπούτσι, γιατί αλλιώς δεν θα βγαίναμε, έλεγε.
Γύρισα στο σπίτι με κάτι λιγότερο από ένα χιλιάρικο, τα είπα στους δικούς μου και τα έκανα δύο και από το παιχνιδάδικο αγόρασα μια κίτρινη μπουλντόζα και ένα πλαστικό πιστόλι και πολλές σκάστρες.
Σε όλη τη διαδρομή σκότωνα παιδιά, πουλιά, τον λαχειοπώλη, τον χασάπη που κοίταζε τη μαμά κάπως, όπως είχε πεί ο μπαμπάς, έριχνα σε αυτοκίνητα διερχόμενα και τρομοκρατούσα τα περιστέρια της πλατείας. Οι δικοί μου με άφησαν να τα παίρνω στο κατόπι όσο να πιούν τον καφέ τους στο καφενείο της πλατείας περιμένοντας τους συγγενείς να καταφθάσουν.
Ρωτούσα που και πού για την ακριβή ώρα άφιξης του άγιου βασίλη, αλλά οι γνώμες ποικίλαν ανάμεσα στους φίλους μου. Άλλος έλεγε τα ξημερώματα, άλλος αργά το βράδυ, άλλος ότι δεν θα προλάβαινε να πάει σε όλα τα παιδιά, μόνο σε αυτά που είχαν τζάκι και ένα παιδί από την άλλη γειτονιά μας είπε πως δεν υπήρχε στα αλήθεια τέτοιος άγιος και πως οι πατεράδες μας έπαιζαν αυτό το ρόλο.
Τον διώξαμε από την παρέα μας αν και κάποιος πέρσι είχε πεί πως είχε δει στο σπίτι του την κόκκινη φορεσιά του πατέρα του για το καρναβάλι να αερίζεται κοντά στα χριστούγεννα. Συγκατανεύσαμε, αλλά το θέμα σταμάτησε εκεί, όλοι χρειάζονται ένα παραμύθι.
Θυμάμαι που για δώρο τους ζητούσα για χρόνια ένα αδερφάκι, αγόρι, για να παίζω μαζί του και όχι ένα κακομαθημένο θηλυκό σαν την αδερφή μου, που με τσάντιζε συνέχεια, αλλά η μαμά δάκρυζε και ο πατέρας μου έδινε κέρματα για να αγοράσω καραμέλες.
Ένα αδερφάκι, ναι, να είχα δική μου ομάδα για τα κάλαντα, για τον πόλεμο με τα γειτονόπουλα, να παίζω και με τα δικά του τα παιχνίδια, να του ρίχνω το φταίξιμο σαν κάτι έσπαζε, να τον βοηθάω με τα μαθήματα-λέμε τώρα-. Μια μέρα η μαμά μου εξήγησε ότι μερικά παιδάκια είναι σαν τα μπαλόνια των γιορτών, που αν τα αφήσεις πάνε ψηλά στον ουρανό, στον καλό θεούλη και το δικό μου αγοράκι αδερφάκι ήταν ψηλά εκεί, ευτυχισμένο. Όσο και αν την ξαναρώτησα δεν μου απάντησε.
Μέχρι το απόγευμα είχαμε παίξει χιονοπόλεμο, είχαμε φάει τις δίπλες και τα μελομακάρονα της θείας. Έφτασαν με πολλή ώρα καθυστέρηση, γιατί τα διόδια ήταν γεμάτα κόσμο που φευγε. Ήρθαν τα αγαπημένα μου ξαδέρφια. Μεγάλωσαν και κείνα. Συναγωνιζόμασταν ποιός ήταν ο πιο ψηλός, ποιος πέταγε την πέτρα πιο μακρυά, ποιος έφτυνε καλύτερα. Στην αθήνα δεν πρέπει να έφτυναν πλέον, γιατί με κοίταζαν περίεργα. Εμείς εδώ φτύνουμε ρόχαλους μεγάλους, τους εξηγούσα, αλλά οι ψηλομύτηδες μπήκαν στο σπίτι και το παιχνίδι πάγωσε, ας στο λύκο!.
Έμεινα μόνος μου στο κρύο το δριμύ, να σκέφτομαι για την προσγείωση του ελκήθρου, που θα το άφηνε και αν θα έβλεπα το πρωί κουραδιές και πατήματα έξω από το σπίτι. Μπορεί βέβαια να το άφηνε στα σύννεφα, γιατί ήταν φέτος τόσο πυκνά και μαύρα, που θα μπορούσαν σίγουρα να σηκώσουν βάρος, αν και στην πορεία των χρόνων ανακάλυψα ότι τα σύννεφα παίζουν ρόλο μόνο για να ηρεμείς και να ξεφεύγεις από τους δύσκολους ρυθμούς της ζωής και για να ξαπλώνεις εύκολα πιτσιρίκες στο γρασίδι.
Ήρθε το πολυπόθητα βράδυ. Με φώναξαν και μένα μέσα στο σπίτι. Τα πράγματα να ξεχειλίζουν από τα δωμάτια, κάθε σπιθαμή κατειλημμένη από βαλίτσες, ρούχα, σακκούλες με δώρα και φαγητά, παντού γλυκά και φαγητά, σα να ήταν να φιλοξενήσουμε στρατό ολόκληρο, αντίς για 6 άτομα, ακόμα.
Κάποιο φωτάκι κάηκε στο δέντρο και δεν άναβε κανένα. Ο πατέρας έβριζε χαμηλόφωνα, την που τά να την τύχη του, γιατί το σόι της μάνας μου έλεγε πως τον περίμενε στη γωνία να κάνει κάποιο λάθος για να του το χτυπάνε όπως πάντα και να τον φτάνουν στα άκρα, η μάνα να ορκίζεται πως αυτά ήταν στη φαντασία του και πως δεν έφταιγε εκείνος που είχε απολυθεί πρίν τις γιορτές, έκαναν περικοπές και τους ήταν βάρος, μα θα έβρισκε αλλού δουλειά, δεν ήταν άχρηστος ή ακαμάτης και πως για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Ήταν αλήθεια, ο μπαμπάς ήταν νυχτοφύλακας στο εργοστάσιο δίπλα από το σπίτι μας, βρήκε τη δουλειά όταν δώσαμε ένα χωράφι αντιπαροχή στην εταιρία και τον προσέλαβαν για να φυλάει το εργοστάσιο που χτίστηκε στο άψε σβήσε, από τους κακούς. Είχε και ο πατέρας μου όπλο, κανέναν δεν φοβόταν ο μπαμπάς μου, μα σαν ήρθαν οι ξένοι, του πήραν τη δουλειά και το όπλο και αυτός άρχισε να πίνει και να ξεχνάει και να ναι λίγο αφηρημένος.
Όταν τον πλησίασα και του είπα να βοηθήσω, σταμάτησε, με κοίταξε στα μάτια, με πήρε αγκαλιά, με φίλησε και μου πε να πάω πιο πέρα, γιατί το ρεύμα ήταν επικίνδυνο και μόνο αληθινοί άντρες έπρεπε να ασχολούνται με αυτά. Έκοψε κάτι καλώδια, ένωσε κάποια άλλα και να το δέντρο μας φωτίστηκε. Το χαμόγελό του ήταν τέτοιο, σα θεός ήταν, ψηλός, ο ψηλότερος μπαμπάς του κόσμου. Και όμορφος. Στα νιάτα του έκαιγε καρδιές. Έκαψε και της μητέρας μου, που τον γνώρισε σε ένα πανηγύρι. Τη ζήτησε, την πήρε, την παντρεύτηκε και έκαναν εμάς τα δυό.
- Μπαμπά, τι θα μου φέρει ο άγιος βασίλης;
- Τι του ζήτησες και πόσο καλό παιδί ήσουν φέτος;
- Ένα όπλο, από αυτά τα μεγάλα, τα σιδερένια, τα γυαλιστερά.
- Ο άγιος βασίλης δεν φέρνει τέτοια δώρα, γιατί αυτά φέρνουν τον φόβο και τον πόλεμο. Δεν είχες πεί ότι ήθελες ένα τραινάκι;
- Όχι, όπλο θέλω, όπλα δεν έχουν οι άντρες; Εσύ δεν έχεις όπλο;
- Όχι, δεν έχω τώρα πια, μόνο την καραμπίνα έχω, για το κυνήγι.
- Μπαμπά, πήγες στον πόλεμο; Σκότωσες κανένα; Ήταν ωραία;
- Μη λέτε τέτοια πράγματα, μέρα που είναι. Ελάτε να ντυθούμε, να πάμε στον παππού, μας προέτρεψε η μαμά. Ας περάσουμε εκεί οικογενειακά τις γιορτές.

Ντυθήκαμε με τα χοντρά καλά μας, πήραμε τα τυλιγμένα δώρα και πεταχτήκαμε δίπλα, όχι στου μήτσου του γείτονα, αλλά στου παππού.
Το σπίτι ήταν προίκα της μαμάς, μας το παραχώρησε ο παππούς για να είμαστε όλοι κοντά, γιατί με τη δουλειά του πατέρα έλεγε πως θα μέναμε στον δρόμο. Ο πατέρας όταν το άκουγε θύμωνε, μα δεν έλεγε μπροστά του τίποτα, μόνο έπινε.
Οι παππούδες μας υποδέχτηκαν με χαρά, τους ξαναείπαμε όλα τα εγγόνια μαζί τα κάλαντα, για να βγάλουμε κανένα ψιλό, μας έδωσαν κέικ και μας έβγαλαν όλα μαζί μια φωτογραφία, τότε, τα χριστούγεννα του ’79.
Ο βάγγος επέμενε το βράδυ να κάνουμε πως νυστάζουμε νωρίς, για να πιάσουμε τους δικούς μας καθώς θα μας έφερναν τα δώρα, για να τους δείξουμε πως ήμασταν και εμείς μεγάλοι, όχι ότι δεν υπήρχε άγιος βασίλης, αυτό το ξεκαθαρίσαμε, γιατί τα μικρά άρχισαν να κλαίνε, απλά έχει πολλή δουλειά και μερικές φορές αναλαμβάνουν τη δουλειά του οι μεγάλοι, σαν και αυτή τη φορά.
Παίξαμε για λίγο τυφλόμυγα, μακρυά γαϊδούρα, κυνηγητό, σπάσαμε την καλή τσιγαροθήκη της γιαγιάς, την πλήρωσε ο αντρέας, ο μικρότερος, μας μάλωσε όλους, καθίσαμε, φάγαμε και συνεχίσαμε πιο ήρεμα παιχνίδια μες στο σπίτι.
Τα επιτραπέζια δεν άρεσαν σε κανένα, αλλά το κρυφτό σε όλους, γιατί ήταν ενδιαφέρον να φυλάνε δύο και όλοι οι άλλο να ναι ξαμολημένοι μέσα στο παλιό μεγάλο σπίτι.
Παλιό αρχοντικό, ψηλοτάβανο, με ταπετσαρία ριγέ, ασπρόμαυρη, έκανε όλο το σπίτι να αποκτά παράξενο βάθος και τα ξυλόγλυπτα έπιπλα, με τις χειροποίητες παραστάσεις το έκαναν εντυπωσιακό για τα μάτια και το ύψος μας. Βελουτέ βαριές κουρτίνες, υποφωτισμένα δωμάτια, υποψία μούχλας στην ατμόσφαιρα στη βιβλιοθήκη και κανένας λόγος για το κελάρι.
Οι κρυψώνες μας πολλές και κάθε φορά επινοούσαμε και άλλες. Απαγορευμένα μέρη ήταν η αποθηκούλα με τα εργαλεία, το κελάρι και το πατάρι.

Το πατάρι ήταν μια μικρή καμαρούλα όπου ο παππούς περνούσε τον καιρό του τα καλοκαίρια. Είχε δροσιά εκεί πάνω, πολλά χαρτόκουτα, ρούχα σε κρεμάστρες περασμένες σε πρόκες στα χαμηλά δοκάρια, πράγματα από τον πόλεμο, βιβλία και τετράδια της μαμάς, χαλασμένα έπιπλα και ένα κρεββατάκι.
Ο παππούς γόνος εύπορης οικογενείας στάλθηκε μετά το σχολείο στην αγγλία για να ακολουθήσει τη νομική επιστήμη και να επιστρέψει έτοιμος για δικηγόρος και μετέπειτα για βουλευτής, μα η κατοχή είχε άλλα σχέδια για αυτόν, επέλεξε μια στρατιωτική ακαδημία και βγήκε αξιωματικός του αγγλικού στρατού που δραστηριοποιήθηκε στην ελλάδα. Επειδή ήταν ντόπιος και μιλούσε απταίστως και τις δύο γλώσσες του ανατέθηκε η διοίκηση του μαραθώνα και της θήβας, μέχρι τα δεκεμβριανά, όπου επέδειξε μεγάλη αφοσίωση στο αντικομμουνιστικό καθήκον του μακελεύοντας αμάχους και εκπατρίζοντας χιλιάδες κόσμου στην αφρική ως ανεπιθύμητους, ένας λόγος που ο πατέρας δεν τον συγχώρεσε ποτέ, γιατί είχε εαμικές καταβολές, μιας και ο δικός του πατέρας σκοτώθηκε στο πλευρό του ελάς.
Ας είναι. Περασμένα ξεχασμένα είπαν και οι συζητήσεις αυτού το είδους δεν είχαν θέση στα δύο σπίτια, γιατί τα χάσματα ήταν αγεφύρωτα.
Ο παππούς διατήρησε για χρόνια τον βαθμό του και οι επόμενες κυβερνήσεις τον ανύψωσαν σε βαθμό στρατηγού, συνταξιοδοτήθηκε γρήγορα μετά, διατηρώντας κάποια προνόμια στην ελληνική αστυνομία και μεγάλες οικονομικές απολαβές.
Ο πατέρας, με το οικογενειακό παρελθόν του και τον αψύ χαρακτήρα του δεν μπορούσε εύκολα να βοηθηθεί και έτσι ο γάμος έγινε σε βαρύ κλίμα.
Πρώτη είδε το φώς η αδερφή μου και μετά από μερικά χρόνια εγώ.
Τα φύλαγε η μαιρούλα με τον γιώργη. Πριν είχα κρυφτεί κάτω από ένα κρεββάτι, μα με βρήκαν και είχα σφηνώσει λόγω πάχους, έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω στη σοφίτα, στο μικρό πατάρι.
Δεν μας επιτρεπόταν να ανεβαίνουμε εκεί πάνω, δεν υπήρχαν λάμπες, τα πράγματα ήταν πολλά σκονισμένα και βαρειά, αν κάτι γινόταν θα αργούσαν οι μεγάλοι να το καταλάβουν.
Εγώ πάντως που ήμουν η αδυναμία του παππού ανέβαινα συχνά τα καλοκαίρια. Καθόμουν στα πόδια του, στη δερμάτινη αναπαυτική του πολυθρόνα και μου λεγε ιστορίες από τον πόλεμο, μου έδειχνε φωτογραφίες με τη στολή του, τη μεραρχία που διοικούσε, το επιβλητικό παρουσιαστικό του και γέμιζε υπερηφάνια η φωνή του.
Έγραφε γράμματα βουτώντας μια μεταλλική πένα σε μελανοδοχείο, βούρτσιζε τις δερμάτινες μπότες του με κερί και μερικές φορές με άφηνε να τραβήξω το σπαθί από την εξάρτηση της στολή του.
Ένας ήχος ακούστηκε και η πόρτα της μικρής κάμαρας πήρε να ανοίγει. Κάθισα γρήγορα κάτω. Ήταν η μαιρούλα. Δεν με είδε. Έψαξε λίγο με τα μάτια της, δεν της φάνηκε κάτι γνωστό, κάτι ζωντανό εκεί πάνω και γύρισε να φύγει. Πισωπάτησε στην έξοδο και κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια, γιατί η ειρηνούλα έτρεχε για να φωνάξει «φτού ξελεφτερία», μα την είχε προλάβει ο γιώργης.
Στο απόλυτο σκοτάδι, καθισμένος στα αβγά μου κάτω από το μεγάλο ξύλινο γραφείο του παππού, περίμενα ώσπου ο κίνδυνος να απομακρυνθεί και έψαξα για κανά διακόπτη. Βρήκα το λαμπατέρ και ο τόπος φωτίστηκε. Από κάτω ακούγονταν τρεχαλητά, ομιλίες μεγάλων και το ραδιόφωνο να παίζει ασταμάτητα σταθμούς με γιορτινά τραγούδια.
Βάλθηκα να δοκιμάζω τα συρτάρια ένα ένα. Κάποια άνοιξαν με την πρώτη, κάποια μόνο μετά τη βοήθεια του χαρτοκόπτη σαν μοχλού.
Στο τελευταίο συρτάρι βρήκα ένα μικρό κλειδάκι, που δεν ήταν να ανοίξει καμία κλειδωνιά. Πριν είχα χτυπήσει ελαφρά το κεφάλι μου σε κάτι που προεξείχε στο κενό των ποδιών κάτω από το γραφείο.
Έσκυψα και είδα ένα μικρό σιδερένιο κουτί. Το κλειδί μπήκε εύκολα και άνοιξε η θήκη. Κάτι βαρύ διπλωμένο σε πανί και ένα χάρτινο κουτάκι επίσης βγήκαν από μέσα του.
ΩΧ, ήταν το δώρο μου. Αυτό που ήθελα, αυτό που έψαχνα, ένα περίστροφο, το υπηρεσιακό του μάλλον και το κουτάκι είχε σφαίρες. Ήταν μεγάλο, σκούρο, κρύο, όλο μέταλλο, εκτός από την ξύλινη λαβή του.
Πανέμορφο όπλο. Έπαιρνε τις σφαίρες με γεμιστήρα, από κάτω, σαν τα παιδικά, μόνο που αυτό ήταν πολύ βαρύ. Ο γεμιστήρας ήταν άδειος. Κατάφερα να βάλω μερικές, δυο τρείς μου έφταναν για σήμερα, τις άλλες θα τις είχα για παιχνίδι, αύριο.
Δίπλωσα το όπλο πάλι στο πανί του, άφησα άδειο το κουτί με τις σφαίρες και κατέβηκα γρήγορα στο δωμάτιο των παιδιών, εκεί που θα κοιμόμασταν σήμερα, γιατί το δικό μας το σπίτι δεν έφτανε για να τους φιλοξενήσει όλους τελικά.
Με είδε ο γιώργης και το παιχνίδι τελείωσε, είχα μείνει τελευταίος, μα δεν με ένοιαζε καθόλου τώρα πια το ηλίθιο παιδικό τους παιχνίδι.
Έκρυψα το βρεσίμι μου κάτω από το μαξιλάρι που θα κοιμόμουν, μην το βρεί κανένα παιδί και με ανακαλύψουν και πήγα ανόρεχτα να φάω όταν η μητέρα μας μάζεψε όλους στο γιορτινό τραπέζι.
Λίγη γαλοπούλα, λίγος πουρές, λίγη κοκα κόλα και έκανα πως ήμουν αδιάθετος.

- Θέλω να ξαπλώσω.

Η μητέρα μου με συνόδεψε στο σπίτι μας. Μπήκα στο κρεβάτι και με φίλησε στο μέτωπο.

- Ελπίζω αγάπη μου να μην κρύωσες. Όλα θα ναι μια χαρά αύριο. θες νς μείνω να σε προσέχω;

- Όχι, θα κοιμηθώ. Νυστάζω, είπα ψέματα και άφησα ένα χασμουρητό
Έκλεισε την πόρτα και βγήκε έξω, είπε και στα παιδιά να μην με ενοχλήσουν, ήμουν ολομόναχος με το δώρο μου.
Επιτέλους!
Το κρύο μέταλλο γρήγορα ζεστάθηκε από τις περιποιήσεις, σίγουρα ο παππούς δεν το φρόντιζε όπως εγώ είχα σκοπό να κάνω.
Στη φαντασία μου έβλεπα ινδιάνους, κακοποιούς, ξένους, γύφτους, δασκάλους και ληστές, όλοι τους να γίνονται στόχοι, να με βλέπουν με το σιδερικό, να γονατίζουν , να παρακαλάνε, να ζητούν συγνώμη και εγώ να πατάω τη σκανδάλη. Πιο δυνατός από τον μπάτμαν, το σούπερμαν, το ζορό, εγώ ένας νταρτανιάν, με μόνο μου βοηθό το όπλο μου.
Οι εχθροί τινάζονταν στον αέρα, έβγαζαν φωνές, αιμορραγούσαν και κατέληγαν στα πόδια μου.
Ήμουν πιο μεγάλος από το πρωί, είχα αυτοσεβασμό, το έβλεπα στα μάτια μου στον καθρέφτη ότι ήταν το κομμάτι του πάζλ που με συμπλήρωσε.
Θα μπορούσα σε μερικά χρόνια να γίνω σερίφης, αστυνόμος. Θα μάθαινα στην αλάνα σκοποβολή και αν κανένας χρειαζόταν τη βοήθειά μου θα του την παρείχα τσάμπα. Θα καθάριζα τη γειτονιά μας από τους ξένους και δεν θα υπήρχε έγκλημα, τα σπίτια θα ανάσαιναν ανακουφισμένα, γιατί τώρα τελευταία οι ληστείες και οι διαρρήξεις είχαν φοβίσει τους πάντες που διπλοκλείδωναν πόρτες και παράθυρα.
Θα μπορούσα να παραφυλάω έξω από την γωνιακή τράπεζα ή στο μπακάλικο του μπαρμπανέστη για κανένα επίδοξο κλέφτη και στο έβγα να του κανα τη μούρη κρέας, θα με δόξαζαν, η μικρή μας γειτονιά θα είχε εμένα για προστάτη, θα με έγραφαν οι ειδήσεις και οι εφημερίδες. Θα γινόμουν μεγάλος.
Έβγαζα το γεμιστήρα και τραβούσα τη σκανδάλη. Ήταν σκληρή και κατέληγε μετά τη μέση της διαδρομής της σε έναν ξερό, τελεσίδικο ήχο. Ο δείκτης του χεριού μου με πόναγε, αλλά γρήγορα θα συνήθιζε. Θα γινόμουν και μισθοφόρος, θα προσπαθούσα να καταταγώ και εγώ στο στρατό, άντρας μιαν ώρα αρχύτερα.
Μην έχοντας κάτι άλλο να προσμένω καλύτερο έιπα να κλείσω τα μάτια μου, κανένα άλλο δώρο δεν θα μπορούσε να με καλύψει περισσότερο από αυτό, την – να το πώ;- την αγάπη μου, μια λέξη, που δεν μου άρεσε, γιατί όταν την ξεστόμιζαν οι μεγάλοι γιλιούνταν στο στόμα και αντάλλαζαν σάλια και εγώ σιχαινόμουνα κάτι τέτοια, όχι, το όπλο μου το αγαπούσα σαν φίλο, αντρίκια.
Πάνω που θα έπεφτα για ύπνο άκουσα κάποια γελάκια να πλησιάζουν. Τα παιδιά παράκουσαν τους δικούς μας και ήρθαν να με δούν, για μια καληνύχτα.
Δεν έπρεπε το όπλο να φανεί γιατί μπορεί η χαρά μου να τελείωνε εκεί για σήμερα, για πάντα.
Το κρυψα κάτω από το προσκεφάλι μου και έκανα τον κοιμισμένο. Δεν μπόρεσα να τους ξεγελάσω, έλεγαν αστεία, με γαργαλούσαν στη μύτη και στις πατούσες με φτερά και άνοιξα τα μάτια. Άρχισε ο μαξιλαροπόλεμος. Εγώ λούφαξα στο γωνιακό μου κρεβάτι και δεν συμμετείχα ενεργά, μόνο με φωνές και παροτρύνσεις.
Καθώς ο γιώργης έτρεχε και πηδούσε από κρεββάτι σε κρεββάτι, κάπου σκόνταψε πάνω μου και κυλιστήκαμε στο πάτωμα, αλλού εκείνος, αλλού εγώ και αλλού το όπλο μου.
Έπεσε σιγή, όλοι ξαφνιάστηκαν, γιατί ήταν και έμοιαζε αληθινό.
Δεν πρόλαβα, πρώτος το σήκωσε ο γιώργης.
Ωρέ αυτό είναι καλό, αληθινό, βαρύ. Που το βρήκες; Και έκανε να το στρέψει πάνω στα παιδιά.
- Πρόσεχε βλάκα. Δώσ’ το μου, είναι δικό μου, του φώναξα και του το πήρα βίαια.

Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι. Βαρύ κλίμα σκέπασε το χαρούμενο δωμάτιο. Τα παιδιά
Τραβήχτηκαν μακρυά μου φοβισμένα. Τον είχα χαστουκίσει κιόλας χωρίς να το θέλω.
Κάτι πήγα να του πώ, αλλά έφυγαν όλα, δεν υπήρχε κανείς να με ακούσει, ξαναγύρισαν στο σπίτι του παππού για ύπνο.
Ήλπιζα να μη με μαρτυρούσαν , όχι δεν είχαν λόγο να το κάνουν και ο γιώργης ήξερε ότι τον αγαπούσα, ήταν ο καλύτερός μου ξάδερφος, αλλά το είχε παρακάνει, δεν πρέπει να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν και να ανακατεύεσαι με ότι δεν σε αφορά. Ήταν μικρός ακόμα και θα του το συγχωρούσα.
Ξανάμεινα μόνος στο σπίτι.
Ντύθηκα τις πιτζάμες μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ μια και καλή.
Το φύλαξα κάτω από το στρώμα μου.
Κάποια στιγμή, σε περασμένη ώρα ένιωσα να διψάω. Σηκώθηκα σκουντουφλώντας και τράβηξα για την κουζίνα.
Τότε ήταν που τον άκουσα. Θόρυβος από την εξώπορτα της κουζίνα. Κάποιος προσπαθούσε να μπεί.
Κλέφτης σκέφτηκα. Η ευκαιρία μου!
Όλες μου οι αισθήσεις σε συναγερμό και η νύστα εξανεμίστηκε από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ο γεμιστήρας οπλίστηκε, οι τρείς σφαίρες ήταν υπεραρκετές, κρατώντας το με τα δυό χέρια άρχισα να σαρώνω τα δωμάτια το ένα μετά το άλλο.
Οι γονείς μου σαν ξυπνούσαν και με έβλεπαν με το καινούριο μου όπλο να έχω ακινητοποιήσει τον ληστή σίγουρα θα αισθάνονταν περήφανοι, πολύ περήφανοι για μένα.
Κάποιος ήταν σίγουρα, βαριά πατήματα ακούγονταν να πλησιάζουν το καθιστικό. Χώθηκα στον καναπέ και σημάδευα προς το άνοιγμα της πόρτας.
Η πόρτα γύρισε, τα χέρια μου άρχισαν να τέμουν από την ελεγχόμενη πίεση στην σκανδάλη, έσφιγγα το όπλο πλέον με αστάθεια. Δεν ξέρω γιατί εκείνη τη στιγμή με έπιασαν λυγμοί και άρχιασα να βαριανασαίνω, ντρεπόμουν κιόλας γιατί ποτέ κανένας επιθεωρητής στην τηλεόραση δεν δείλιαζε και εγώ ήδη φερόμουν σαν δειλός.
Οι ώμοι μου αδυνατούσαν να το κρατήσουν ψηλά, ήταν βαρύ και εγώ άρχισα να νιώθω πιο μικρός από ότι ήμουν.
- Ψηλά τα χέρια, πρόλαβα να πώ ανάμεσα σε δάκρυα και αναφιλητά.
- Που το βρήκες αυτό, ας το στην άκρη γιέ μου μην πάθεις κανένα κακό.

Με απείλησε, θα μου έκανε κακό ο κοκκινοφορεμένος με την άσπρη γενειάδα και τη σακκούλα στο χέρι. Δεν ήταν ο άγιος, αυτός ερχόταν μόνο από το τζάκι, ψεύτικος φαινόταν αυτός.
- Να μάθεις κλέφτη φώναξα με κλειστά τα μάτια, μα δεν άκουσα όλα μου τα λόγια, ένας φοβερός ήχος συγκλόνισε όλο το σπίτι, τα τζάμια της τραπεζαρίας έσπασαν, μια λάμψη φώτισε το δωμάτιο σαν έκρηξη και το χέρι δεν μπόρεσε να κρατήσει το όπλο που με κλώτσησε στον ώμο σαν γαιδούρι.

Τα είχα χαμένα. Δεν άκουγα παρά ένα συνεχόμενο βόμβο στα αυτιά μου, ένα ζζζζ, η φωνή μου ήταν κουμπωμένη κάτω από το λαιμό μου και ο ψεύτικος άγιος ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο πλάι με μια κηλίδα κόκκινη κάτω ακριβώς από την άσπρη γενειάδα του και ένα ξεκοιλιασμένο κουτί με ένα τρενάκι να χάσκει από τη σακκούλα.
Τον είχα πετύχει, δεν έπρεπε να φοβάμαι, αλλά τα δάκρυα μούσκευαν ήδη τις παλάμες μου που μύριζαν την πικρή μυρωδιά του μπαρουτιού.
Ένιωσα μια κούφια ζάλη και κάθισα δίπλα στο πεσμένο όπλο που ζεμάταγε στην κάνη, βγάζοντας μια υποψία καπνού από την τρύπα.
Κάτι και άλλο μύριζε, όχι σαν το μπαρούτι, κάτι άλλο, γλυκερό και άσχημο, σαν καμένο πλαστικό, σαν καμένα μαλλιά, όπως πέρσι στην ανάσταση, σαν τα δυναμιτάκια που πετουσαμε στα ψόφια σκυλιά της εθνικής, ναι αυτή η μυρωδιά ήταν, όχι τόσο έντονη, αλλά μύριζε σαν καμένο δέρμα.
Τι είχε γίνει;
Έμπαζε κρύο το παράθυρο, μάζεψα τα πόδια μου πιο κοντά μου, δεν φορούσα κάλτσες και διψούσα, δεν είχα πιεί νερό. Ο ώμος μου με πονούσε, παρ’ όλ’ αυτά μάζεψα το ζεστό όπλο και το πέρασα στης πιτζάμας μου το λάστιχο.
Κάτι κακό πρέπει να είχε γίνει, εκεί στην άκρη που δεν κοίταγα ήταν πεσμένη μια μυρωδιά, καμένου, μα δεν κοιτούσα. Έκλαιγα πλέον κανονικά, μα δεν κοιτούσα.
Όπου να ναι θα έφτανε ο μπαμπάς με τη μαμά, δεν έπρεπε να το πάρω το όπλο, θα με έβαζαν τιμωρία, μπορεί και να μου το παιρναν. Δεν με πείραζε η τιμωρία, ήθελα να βγώ μονάχα από τη δύσκολη θέση. Γιατί δύσκολη θέση;
Μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι δικοί μου μέσα έσκυψα το κεφάλι, ήμουν κακός. Η γιαγιά με τη θεία έβαλαν τις φωνές, μα η μητέρα έπεσε στα γόνατά της. Με πήρε αγκαλιά η γιαγιά και μου κρυψε το πρόσωπο.
Ο παππούς μάζεψε τα παιδιά και δεν τα άφησε να μπούν μέσα στο σπίτι. Ο θείος παραμέρισε τη μητέρα και άρχισε να πιέζει το στήθος του άη βασίλη.
Κάποιος πρέπει να πήρε τηλέφωνο το ασθενοφόρο.
Η μητέρα με κλειστό το στόμα και διάπλατα τα μάτια παρακολουθούσε σα χαμένη τον κόσμο να κάνει σπασμωδικές ενέργειες γύρω της και κείνη παγωμένη να τα αντιλαμβάνεται αδιάφορα σχεδόν.
Με κρατούσε η γιαγιά ακόμα σαν ακούστηκαν μετά από λίγο οι σειρήνες και μπήκαν οι αστυνομικοί και οι τραυματιοφορείς.
Η γειτονιά πρέπει να είχε ήδη βγεί στο δρόμο.
Μια αστυνομικίνα ήρθε και με τύλιξε με μια κουβέρτα γιατί έτρεμα, μου έδωσε κάτι να πιώ και με πήρε στο δίπλα σπίτι, στου παππού.
Τα υπόλοιπα παιδιά δεν με πλησίασαν, έστεκαν όλα στην μια γωνιά, απέναντι από εμάς, όλα μαζί.
Ο γιώργης φώναξε:
-Αυτός το κανε; και έδειξε εμένα.
Η αστυνομικός έγνεψε όχι, μα με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
Εγώ έκανα την πάπια, μα είχα θυμώσει. Τι έλεγε; Τι ήξερε; Δεν καταλάβαινα, ήξερα μόνο ότι έλεγε κάτι κακό για μένα.
Τα παιδιά με έδειχναν με το δάχτυλο και έλεγαν πως είχα ένα όπλο.
Γιατί δεν κοίταζε ο καθένας τη δουλειά του;
Η αστυνομικός κάτι με ρώτησε, αλλά δεν έβλεπα τα χείλη της να καταλάβω τι έλεγε.
Σηκώθηκε να βγεί από το δωμάτιο που ήμασταν. Μιλούσε στον ασύρματο που είχε στο χέρι και κάτι έλεγε κοιτώντας με πίσω από την πλάτη της.
Έκανα να κινηθώ και ένιωσα κάτι σκληρό στα πόδια μου μέσα. Θα μου το πάρουν σκέφτηκα, μα δεν είχα κάνει κάτι κακό, το σπίτι μου είχα προστατέψει.
Τα παιδιά σταμάτησαν να μιλούν και τα μικρότερα άρχισαν να κλαίνε.
Το όπλο από μόνο του είχε βγεί από την πιτζάμα, μπήκε στο χέρι μου και έδειχνε την πλάτη της γυναίκας..
Με πόνεσε πάλι το χέρι μου και ο κόσμος έκανε κύκλους γύρω από την αστυνομικό με την πληγή στη μέση. Δεύτερη φορά και η τελευταία σφαίρα την έσπρωξε μπρούμυτα στο πάτωμα.
Τα παιδιά σκόρπησαν αλαλάζοντας σαν τρομαγμένα πουλιά.
Τα είχα κάνει μαντάρα και τα είχα χαμένα. Έτρεξα να κρυφτώ, ήξερα πολλές κρυψώνες, μα σε κάθε μια έβρισκα και ένα παιδί τρομαγμένο να με κοιτάζει. Τους έκανα το σημάδι της σιωπής με το δάκτυλο στα χείλη, αλλά ξεσπούσαν σε κλάματα. Ένα δυό χρειάστηκε να τα απειλήσω, για να σταματήσουν.
Ανέβηκα στο πρεβάζι ενός παραθύρου και πήδησα στην πίσω αυλή, τρέχοντας σα σίφουνας.
Το χιόνι μου έκαιγε τις πατούσες και η αναπνοή μου γινόταν άσπρο σύννεφο, βαρύ σαν και ότι κουβαλούσα μέσα μου.
Ύστερα από λίγη ώρα έφτασα στη σπηλιά που είχαμε για καταφύγιο εμείς τα παιδιά.
Δεν μπορούσα να βασιστώ ότι δεν θα με πρόδιδαν και πάλι, είπα να ξαποστάσω για λίγο και μετά θα συνέχιζα στο μικρό δάσος με τα κυπαρίσσια πίσω από το νεκροταφείο του χωριού.
Το χώμα ήταν λασπερό, μα το χιόνι άσπρο. Ακόμα και τώρα μες στο βράδυ έλαμπε.
Ακούμπησα για λίγο στο τοίχωμα της σπηλιάς. Τα μάτια μου έκλειναν και έβλεπα χιόνια όπως στην τηλεόραση στο σαλόνι, σαν έχανε τα κανάλια.

Ξύπνησα. Είναι μέρα, νομίζω, γιατί άναψαν τα φώτα.
Να δούμε φέτος αν θα με θυμηθεί κανένας να μου φέρει ένα δώρο, ένα τρενάκι, η μητέρα μου,

αν την αφήσουν.

2 σχόλια:

  1. το παιδικό το μυαλό φτιάχνει παιχνίδια δύσκολα να τα φανταστείς, αλλά απλά να τα πραγματοποιήσεις

    την καλησπέρα από βορρά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. το παιδικό μυαλό χωράει τα πάντα και καμιά τιμωρία δεν μπορεί να το περιορίσει σαν βαλθεί να κάνει κάτι

    την παγωμένη καλησπέρα
    τη ζεσταίνει η δύση
    και την αντιπροσφέρει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή