5.1.08

ο χρόνος είναι μπανανόφλουδα

Πρόσεξες που γύρισα σήμερα σαν βρεγμένη γάτα από τη δουλειά;
Δε με ρώτησες, δεν σου εξήγησα, δεν το θιξα κάν. Φάγαμε, σε πείραξα, σα φίλησα λίγο πιο πολύ, σε κράτησα απειροελάχιστα δεύτερα πιο σφιχτά και νόμισες πως ήταν από αγάπη, δεν ήταν.
Με ρώτησες αν μου άρεσε η πέρκα που μαγείρεψες, καλή σου είπα, κράτησα για μένα τη γεύση του νεκρού σκυλιού στην εθνική που με κοίταζε κατάματα με τα γυάλινα μάτια.
Το βλέπω εδώ και μια εβδομάδα να λιώνει η σάρκα του από τα νυχτερινά διερχόμενα πάνω στη στροφή που δεν προλαβαίνουν να το αποφύγουν, όχι δεν το σκότωσα εγώ, ούτε έπεσα πάνω του, εγώ είμαι ή θα μπορούσα να μια εγώ, σήμερα.
Σου χω πεί ποτέ για τις νεκρές ώρες τις άπειρες της επιστροφής από τη δουλειά; Μερικές φορές σαν έχω κέφια τραγουδώ, το καλοκαίρι βγάζω τον αγκώνα έξω και ο αέρας μου ανακατώνει τα μαλλιά και εξανεμίζει την αδιάφορή μου διάθεση σε μόρια σκόνης. Είναι άλλες που το αυτοκίνητο μοιάζει να ξεχειλίζει σαν κωλόμπαρο εθνικής από καπνούς τσιγάρου, σαν οι σκέψεις γεννιούνται με γεωμετρική πρόοδο και με κατακλύζουν, με πλευροκοπούν από παντού και το μόνο που μου λείπει εκείνη τη στιγμή είναι ένας λογογράφος για τα κάνω λόγια και να σας τα μοιράσω, τις ερωτήσεις αι τις λύσεις τους, εσένα και σε όλους, γιατί δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, ή είμαι τόσο συνηθισμένος που τα μπερδεύω όλα στο μυαλό και στη ζωή μου για να έχω άφεση παρανομιών στη δήθεν πολυπλοκότητά μου.
Είναι άλλες που είμαι πιο άδειος και από πιθάρι στην κνωσσό, που ξέμεινε από τότε, τον καιρό της ευφορίας και της καλοπέρασης, σαν ανέφελη, ξάστερη νυχτιά, μαύρο σκοτάδι, ελεύθερο και από κουνούπια και λοιπούς θορύβους, σαν διακτινισμένη η διάθεση και η προσοχή από το σώμα που ταξιδεύει καθημερινά με το σταγονοαυτοκίνητο για να έρθω κοντά σου, στη νέα βάση μας.
Ξέρω πως σε φοβίζω, μην ανησυχείς, σήμερα επέστρεψα, δεν ξέρω αν ήταν γραφτό, μερικές φορές μπαίνει στο μυαλό μου η παρανοική ιδέα σαν εξαντλήσω το όριο των σαράντα χιλιομέτρων που έχω θέσει για τη δουλειά να την προσπεράσω και να χαθώ στην εθνική, μέχρι να πιάσω την ανατολή από αλλού, να κυνηγήσω τη δύση, να κινούμαι πάντα με ηλιακούς ρυθμούς, μέχρι να βρώ θάλασσα ή γκρεμό και κεί να σταματήσω και να σε πάρω τηλέφωνο, για να ρθεις να χτίσουμε καινούρια ζωή, ένα νέο ξεκίνημα, όχι ότι αυτό είναι κακό, μα κάπου μπέρδεψα τα βήματα και στη ζήση μου έμαθα να φεύγω.
Στο τιμόνι έχω τις καλύτερες ιδέες, δεν αντιδρώ βραδυφλεγώς και είμαι παντοδύναμος, ετοιμολόγος, έξυπνος. Αργοκίνητο καράβι από δεξιά το προσπερνώ χωρίς φλάς με εκατό, αλλάζοντας σταθμό στο ραδιόφωνο να υποκρούει τις σκέψεις μου.
Τα σκουπίδια χορεύουν στην άκρη του δρόμου και σε κάθε χιλιόμετρο χτίζεται και καινούριο σπίτι, μπετά, σκαλωσιές, τάβλες, ζωές εν εξελίξη και από την άλλη αναμμένα φαναράκια και λουλούδια σε εικονοστάσια από ζωές που είχαν άκαιρο φίνις, μπορεί και έγκαιρο, μπορεί να είχαν δώσει ραντεβού με τον θάνατο και να μην άργησαν λεπτό στο ραντεβού, δεν ξέρω, ποιος ξέρει.
Μου ανάβει κάποιος από πίσω τα φώτα, να κάνω στην άκρη, να προσπεράσει, μπαίνω πιο αριστερά, δεν κάνω στη ζωή μου άλλη παραχώρηση, πολλοί πέρασαν, πολλοί προσπέρασαν, δεν προσπερνάς φίλες μου, εχθρικέ μου αντίπαλε αυτοκίνητο, ζωή προσπερνάς, τη δική μου και δεν θα σε αφήσω. Το γκαζώνω και σε ξαφνιάζω, το βλέπω από τον καθρέφτη, ζώ τη ζωή μου κινηματογραφικά, εδώ δεν θα είμαι καλός, μπορώ και θέλω να μια κακός, θα μείνω στη μονή γραμμή μου, στην εθνική μου χωρίς το διάζωμα, ανάμεσα σε βραδυπορείας και στη διπλή διαχωριστική και στο αντίθετο ρεύμα να κολυμπούν γρήγορα χελιδόνια σε όλων των ειδών τα χρώματα και τις μάρκες, όχι για το επόμενο χιλιόμετρο δεν θα με περάσει κανένας, η κυριότητα των επομένων μέτρων για αυτή την ώρα, για αυτόν τον τόπο μου ανήκουν, δεν θα με περάσει κανείς.
Μια προπορευόμενη νταλίκα ξερνά πέτρες και σκόνη από το ημιπαράνομο λατομείο στο παρμπρίζ, την τύχη μου βλαστημάω, γιατί θα μου κάνει θρύψαλα το τζάμι σαν την άλλη φορά και θα μου κάνει λακούβες στο καπώ, αναβοσβήνω φώτα, πατά κόρνα, βγαίνω όλος στο αντίθετο ρεύμα, μόνος μου και προσπερνώ, πάνω στη στροφή, βιάζομαι, όχι να φτάσω σε σένα, σου λέω την αλήθεια μου, βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι να ξεκουραστώ, γιατί και σήμερα δούλευα Σάββατο και τα μάτια μου έκλειναν, θέλω να γυρίσω μιαν ώρα αρχύτερα και να κάνω ένα μπάνιο, να βγάλω από πάνω μου κάθε ίχνος δουλειάς, κάθε έννοια να βουστροφιδίσει στην τάπα της μπανιέρας πρίν χαθεί παντοτινά από τα μάτια μου, γιατί να ξέρεις πως μπορώ να βλέπω τις έννοιες μου στο μπάνιο, σαν τις αδύνατες τρίχες μου που μαζεύονται μέχρι πέρσι στο μαξιλάρι και που με έπαιρνε από κάτω. Όχι φέτος, η κατάσταση σταθεροποιήθηκε, στο παρά τρίχα. Σαν ανέκδοτο. δεν είναι ανέκδοτο η ζωή κάποιων, ανέκδοτη είναι και η δική μου οδηγείται ήδη στην τριακοστή πρώτη επανέκδοση, κάθε στο τέλος νέας χρονιάς.
Δεν μπορώ να του ξεφύγω, έχει πιο γρήγορο αυτοκίνητο, το χει δεί και κείνος πιο βιαστικός στο ραντεβού του με τη μοίρα, μα σαν περνάω το μπλέ χιλιομετρικό ταμπελάκι κάνω σαν κοτούλα με εκατό είκοσι πέντε στην άκρη και του αδειάζω τον διάδρομο απογείωσης που σε αυτό το σημείο είναι γεμάτο στροφές, που να θυμάται άραγες την ταχύτητα διαφυγής, για να ξεφύγει κάτι από τη γήινη έλξη και να γίνει ουράνιο σώμα, εγώ τη θυμάμαι, μα το 1200ράκι δεν πιάνει παραπάνω από εκατόν εξήντα και μόνο σε ελαφρά ανηφόρα, ποτέ προς τα πάνω, ή τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Τα δύσκολα πέρασαν και σήμερα, σκέφτομαι πως έχουμε ένα μισό Σάββατο και μια ολόκληρη Κυριακή για εμάς, να ζήσουμε τον έρωτά μας, να κοιμηθούμε μέχρι αργά στα πολύχρωμα σεντόνια μας, να φάμε στους δικούς σου, στους δικούς μου ή να βγούμε έξω για πίτσα και αναψυκτικό. Χέσε τη δίαιτα και την κυτταρίτιδα, δεν είναι καλό μου για εμάς αυτά, μόνο για τους πλαστικούς στην τηλεόραση, εμείς είμαστε ζυμαρούληδες με ολίγη πνεύμα, πιο ταπεινοί βασιλιάδες, με μικρότερο βασίλειο, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, δύο καναρίνια και τρόπαια ενδοξότερων στιγμών από παλιά.
Ένα αγροτικό με πατάτες στη μέση του δρόμου και ο οδηγός να μιλά στο τηλέφωνο. Πις οφ κέικ. Στα διακόσια μέτρα η τελευταία στροφή για σήμερα. Μεγάλη. Τυφλότερη από τον πολύφημο. Ξεκινώ. Ο δρόμος άδειος από πίσω, διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, ένα βαν από την άλλη ξεπροβάλλει και κάτι να γυαλίζει από ψηλά. Στα εκατό μέτρα πηγαίνω με εκατό και είναι μια νταλίκα. Δεν χωράμε σίγουρα και οι τέσσερεις ο ένας δίπλα στον άλλο και αναπόφευκτα θα φτάσουμε όλοι παρέα σε μερικά μέτρα. Τα εκατό μέτρα μειώνονται, μα η επιτάχυνσή μου δεν αυξάνει δραματικά τα εκατό μου χιλιόμετρα. Ίσως και να μην ήταν γουάιζ τσόις, ίσως και να μπορούσα να περιμένω για λίγο πίσω από τον αγρότη παραδίπλα που έχει πετάξει το κινητό του στο κάθισμα δίπλα και κορνάρει φανταζόμενος την πραμάτεια του στην εθνική οδό.
Φρένο ή γκάζι; Γκάζι, σαν τα αμερικάνικα έργα, χωρίς όμως δυνατότητα χάπι έντ, μόνο έντ. Βλέπω τις μπάρες του προφυλακτήρα να γυαλίζουν σχεδόν απέναντί μου, απέναντι από την θέση του οδηγού μου και οι δύο σκαρφαλωμένοι στη διπλά διαχωριστική, χωρίς φλάς, ένα λουναπάρκ θα γίνει η εθνική με συγκρουόμενα και φάρους, κόρνες και αστυνομικά. Δεν ξέρω αν θα είμαι εκεί για να τα δώ, εκείνος σίγουρα θα είναι, σύγκρουση φορτηγού με γιώταχι, μόνο ο οδηγός του φορτηγού περιγράφει, ο άλλος περιγράφεται ή τουλάχιστον μνημονεύεται, ό,τι τέλος πάντων έχει μείνει από κείνον.
Είναι ευκαιρία, βλέπω την ζωή μου να ξεδιπλώνεται στα ανοιχτά μου μάτια, λίγες δεκάδες μέτρα πριν τη σύγκρουση, εσένα βλέπω, τα σχέδιά μας ναυαγισμένα, να κλαίς, να μην έχει πλέον νόημα εκείνη η μηχανή που ζαχαρώναμε για να πηγαίνουμε ταξίδια, εκεί που πάω δεν χρειάζονται μηχανές για τις μετακινήσεις. Βλέπω κόσμο να ντύνεται για μένα στα σκούρα, βλέπω, όχι άσε δεν θέλω να βλέπω δάκρυα, αυτά δεν τα αντέχω, κάνε μου ότι θές μα μην κλάψεις μπροστά μου, έστω και αν με έχεις αδικήσει, δεν τα αντέχω τα δάκρυα. Βλέπω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μας, από τη ζωή μου πρίν από σένα, ακούω τους φίλους μας, τους φίλους μου να λένε για μένα τα καλύτερα, ότι είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και πως όλοι κάτι έχασαν κάτι με την απώλειά μου, η τέχνη, η ζωή, αυτοί που με ήξεραν και κείνοι που ήταν να με μάθουν.
Καταλαβαίνω τώρα πως άδικα με πείραξαν τα ένσημα που δεν μου κόλλησαν τότε, έτσι κι αλλιώς το λένε και στις ειδήσεις πως δεν προλαβαίνουμε να βγούμε στη σύνταξη, να ναι καλά οι δρόμοι και η κατάσταση στην δημόσια υγεία, που παίζει τον ρόλο του κόφτη των συντάξεων.
Σήμερα ήταν η σειρά μου να καθαρίσω το σπίτι, δεν θα μείνει ακαθάριστο, θα χουμε κόσμο σε λίγο και σίγουρα δεν θα το προσέξουν, εκτός από ένα δυό, για να ξεχαστεί το μυαλό και να ταξιδέψει λίγο από τον πόνο.
Λυπάμαι για τον πόνο που σου προκαλώ και που σου προκάλεσα, το ξέρω είναι ανέντιμο τέτοια ώρα να σου μιλώ για αυτά, δεν ήταν να μιλήσουμε για αυτά ξανά, ποτέ, λυπάμαι. Λυπάμαι για τα μούτρα που σου κράταγα και για όλα εκείνα τα νεύρα που σου φαίνονταν ανεξήγητα, που δεν σε κάθισα κάτω να τα βρούμε, να σου πώ τι ήθελα, τι μου έλειπε, τι με πείραζε, τι έψαχνα να βρώ και τι είχα να δώσω.

Ο χρόνος είναι μπανανόφλουδα, μέχρι να βρεθεί κάτω από την πατούσα σου νομίζεις πως έχεις μπόλικο και γελάς με κείνους που γλυστράνε. Προχθές διάβαζα στο ίντερνετ για μια στατιστική που έλεγε πως κάθε οδηγός στατιστικά μια φορά τουλάχιστον στη ζωή του θα εμπλακεί σε ένα αυτοκινητιστικό έμμεσα ή άμεσα και το ζήτημα είναι να μην βρεθεί στη λίστα των νεκρών ή των βαρειά τραυματισμένων.
Ήθελε να πεί για τη ζώνη ασφαλείας ότι σώζει ζωές. Εγώ φορούσα, αν και ήξερα πως πολλές από τις ζωές που είναι γύρω μου έχασαν το παιχνίδι της ζωής φορώντας πάντοτε ζώνη, χωρίς να οδηγούν, έχασαν τη ζωή τους σαν να ξεράθηκε το χώμα της γλάστρας τους, να μαράθηκαν τα φύλλα και να κύρτωσε ο κορμός. Χωρίς να μπουμπουκιάσουν μια φορά.
Η πινακίδα του φορτηγού είναι τεράστια, είμαι σχεδόν απέναντί της, δύο μονομάχοι χωρίς φλάς, σε ευθεία πορεία σύγκρουσης, χωρίς, σχοινί ασφαλείας και κασκαντέρ, χωρίς δυνατότητα επιλογής εξόδου από την ανέλπιδη κατάσταση, μια τελευταία στροφή, μια παγίδα που πέσαμε μέσα ο φορτηγατζής και εγώ, που πιθανό να επηρεάσει τη ζωή και την πραμάτεια του βάν και του αγροτικού.
Το κοντέρ στα εκατόν τριάντα, το αγροτικό και το βάν φυγοκεντρούν στα άκρα του δρόμου, η νταλίκα γλύφει το φτερό μου, αποσπά το χρώμα και τον καθρέφτη από την πόρτα μου, το χέρι μου κινείται προς το ραδιόφωνο να αλλάξει τα γρατζουνίσματα της λαμαρίνας που ακούγονται σαν παράσιτα, μα το τιμόνι θέλει περισσότερη δύναμη και σοβαρότητα.
Δεν ξέρω αν υπήρξε ιάσσονας και αργοναυτική εκστρατεία, τις συμπληγάδες πάντως τις γνώρισα. Δεν πρόλαβα να δώ σπίθες, δεν βγάζουν τα μέταλλα σαν τρίβονται, σαν συνθλίβονται σπίθες, μάλλον μόνο στα έργα γίνονται αυτά, αλλά μυρίζουν, καμένο χρώμα και χεσμένο φόβο.
Μια κρύα μέρα γύρισα κάθιδρος στο σπίτι. Σε αγκάλιασα, σε φίλησα. Τρέμεις. Από το κρύο σου είπα.
Όλα κάλά;
Όλα καλά. Εδώ δεν είμαι; Όλα καλά. Τα άλλα, λαμαρίνες είναι..

Όλοι μας έχουμε κάποιον να μας φυλάει, φύλακα άγγελο τον λένε. Είναι μαζί σου για 40 μέρες σαν πνεύμα, σε φυλάει όσο δεν έχεις μυαλό, διορθώνει τις λάθος επιλογές σου και τις αστοχίες που προκαλεί ο πόνος για 40 μέρες, οι ψυχές καλύτερα ξέρουν, γιατί ο πόνος είναι το καλύτερο παραισθησιογόνο, σου μπερδεύει το τώρα με το τότε, το αν με τη βεβαιότητα, κάνει προσθαφαιρέσεις και καταλήγει κάθε φορά με διαφορετικό αποτέλεσμα.
Επικοινωνεί με τυχαία συμβάντα, με μια πέτρα, με ένα τραγούδι, με μια σελίδα που χες χαμένη, με τις λάμπες που για 40 μέρες καίγονται η μια πίσω από την άλλη, με τη φλόγα του φαναριού που τρεμοπαίζει στις μεγάλες αποφάσεις και στις παγίδες που σε περνά ανάμεσά τους αλώβητο. Μέχρι να αναλάβεις πρωτοβουλία και τη ζωή στα χέρια σου να πάρεις, χωρίς ομφάλιους πλέον λώρους.

2 σχόλια:

  1. Νομίζω γλυκέ μου Κώστα, πως σαν κάπως επικίνδυνος να εισαι για τον εαυτό σου.
    Σίγουρα τη μοιρα του ο καθένας δεν τη γνωρίζει. Μα ειναι ανάγκη να προκαλεις το φύλακα άγγελό σου;

    Μια όμορφη μέρα σου εύχομαι!Και να προσέχεις!
    Τόσο για σένα, όσο και γι' αυτους που σ'αγαπουν και η ζωή σου είναι μέρος της δικής τους

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ο κίνδυνος πλησιάζει επικίνδυνα σαν του γυρνάς την πλάτη και όχι σαν τον αντιμετωπίζεις κατά πρόσωπο καλή μου, έστω και μεγενθυμένο.
    δίνεις ωραίες ευχές. το ξέρεις;

    ΑπάντησηΔιαγραφή