13.8.07

ο επιστΗμονας

Κάποια ωραία μέρα με ρώτησαν οι δικοί μου τι θα ήθελα να γίνω σαν μεγαλώσω.
Εύκολη απάντηση για ένα πιτσιρίκο:
-μηχανικός αυτοκινήτων σαν τον μπαμπά και δεν θα ξεμένω πουθενά. Γέλια και χαρές η φαμίλια.

Στο σχολείο τα γούστα άλλαξαν:
-εσύ τι θα θελες να γίνεις σαν μεγαλώσεις;
-δάσκαλος κυρία, να ξέρω πολλά σαν και εσάς και να τα μαθαίνω στα παιδιά. Πολλά παιδιά συγκατένευσαν έχοντας κάνει παρόμοια σχέδια για το μέλλον τους.

Είχε γίνει μια κηδεία και δεν υπήρχε παπαδοπαίδι, το μόνο παιδί με καθωσπρέπει παντελόνι ήμουν εγώ, με ένα νεύμα διείσδυσα στο άβατο του ιερού κλίτους.
Για καιρό μετά προετοιμαζόμουν ψυχολογικά για το απενοημένο διάβημά μου και σαν το είπα στους δικούς μου με σοβαρότητα μεγάλη, έφαγα βρεγμένη σανίδα για τα καλά
-και μη σε ξαναδώ κοντά σε τραγοπαπαραίους, ακούς εκεί μοναχός; Τα παπαδοπαίδια τα κάνουν γιουσουφάκια.
Δεν μου εξηγήθηκε ποτέ ο όρος γιουσουφάκι, ούτε καν στα εγγλέζικα, γιατί είναι ξένη λέξη, αλλά παραξενεύτηκα γιατί είχε να κάνει με το τραγούδι νομίζω και εγώ δεν ήμουν ποτέ καλός στη ωδική.

Τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο, πήραμε και εμείς έγχρωμη τηλεόραση-άστα εσύ που νομίζεις πως γεννήθηκες σε ένα κόσμο έγχρωμο, εγώ είμαι της κυριακάτικης ελληνικής ταινίας μετά το ψητό στο φούρνο, του ταρζάν, του έρον φλίν και της κινηματογραφικής λέσχης του μπακογιαννόπουλου νεοτέρου.
Ντέρτι χάρη, ακούγεται καλύτερα από ντίρτυ χάρυ-dirty harry- και μετά του οποίου
Ο επαγγελματικές μου βλέψεις προσανατολίστηκαν στην μπατσική, να φυλάω τον κόσμο από τους κακούς, να είμαι λειτουργός του νόμου και να μπιστολεύω και κανα κάθαρμα, κάτι σαν τον Σέρπικο, μα όταν ένα κατηραμένο όργανο με έγραψε κάπου στη Ζαχάρω για κράνος και δεν έπαιρνε από λόγια, κρυφογελώντας με τις καραγκιόζικες δικαιολογίες που εφεύρισκα, ανέλυσα τη δύναμή του που ήταν κρυμμένη στο μπλοκάκι και είδα πως μόνο αν δεν γινόμουν φτασμένος συγγραφέας ή έστω σερβιτόρες να γράφω παραγγελίες, θα καταδεχόμουν να μπατσοκαταξιωθώ.

Τα έργα πάντα μου προκαλούσαν ζημιά και ήρθε και έδεσε όταν είδα τον άφταστο μπαρίσνικωφ στο άσπρες μέρες, άσπρες νύχτες και ήθελα να καταπιαστώ, έστω και μεγάλος-και άχαρος- με τον χορό.
Ο βήχας μου κόπηκε μαχαίρι:
Χορευτής και δη μπαλέτου=πούστης. Αυτή τη φορά το κατάλαβα αμέσως, χωρίς διευκρινιστικές ερωτήσεις. Άστο, καλύτερα να σου βγεί ο ώμος παρά το όνομα.

Ανέκαθεν μου άρεσαν τα ντοκυμαντέρ, κυρίως αυτά του κουστώ, είχα ονομάσει καλυψώ το σωσίβιό μου και έκανα εξερευνήσεις από τον αφρό μέχρι τα δεκαεφτά μου, ίσως και τα δεκαοχτώ. Υπέροχος κόσμος, καταγοητευμένος και εγώ, μάθαινα τις επιστημονικές ονομασίες των ψαριών και συνταγες με βίνεγκραν, ανανά και αβοκάντο, μα υπήρχε μια αντικειμενική δυσκολία. Ντρέπομαι ακόμα και τώρα να την εξομολογηθώ, και έχει να κάνει με την κολύμβηση. Δεν είναι ότι δεν ήξερα, απλώς άργησα λίγο να μάθω και στα ρηχά ο υποβρύχιος κόσμος είναι πλούσιος από σκατόπαιδα που σε κοροιδεύουν, γιαγιάδες που σε κοιτάζουν καχύποπτα, μπάλες του κάνουν άσχημα γκέλ στο κεφάλι σου και κυρίως νερό που μπαίνει στα αυτιά σου. Ναι, το ομολογώ, δεν μπορώ το νερό στα αυτιά μου, το ξέρω τώρα πως δεν επικοινωνεί με τον εγκέφαλο, μα είναι φοβία και προτιμώ να πεθάνω με τη φοβία, παρά να πεθάνω προσπαθώντας να την λύσω. Αυτά και τέλος με τον κουστώ. Αντίο δάσκαλε!

Το ποτήρι ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει και το μηχανογραφικό ζητούσε συμπλήρωση.
Κάθισα μόνος μου, χωρίς την περιττή βοήθεια από τους οικείους μου και καταπιάστηκα μαζί του. Μου πήρε 10 λεπτά για να το τελειώσω. Σε κάθε επάγγελμα φανταζόμουν τον εαυτό μου και σε κλάσματα του δευτερολέπτου διέγραφα την κάθε επιλογή. Στο τέλος απόμειναν 5

5.ιχθυολόγος, ένεκα του κουστώ και των χαμηλοτάτων βάσεων. Για καβάτζα.
4.πληροφορικάριος, έλεγαν πως ήταν το επάγγελμα του μέλλοντος και εμένα η μόνη σχέση μου ήταν τα φορητά φλιμπεράκια με καράτε, ασθενοφόρα, κουνούπια και λοιπά καλά.
3.φωτογραφίας τει, πολύ μου άρεσε η φωτογραφία, ακόμα δεν είχα το απαραίτητο μούσι και το λολεμένο βλέμμα, μα δεν ήξερα πως υπήρχαν και ειδικά μαθήματα. ρουφιάνικο σύστημα!
2.βιολογία, καλή σχολή και τμήμα στον τόπο μου για να μην ξενιτευτώ κιόλας.
1.περί φυτών, γεωπονία, δασοπονία, ανθοκομική, ως ευγενείς ενασχολήσεις που συνδύαζαν τον κάματο με εσωτερικές ενατενίσεις, ζεν, πονηρά χορτάρια και λοιπά καλά. Χώρια που θα μουν το καμάρι του χωριού, όλοι είχαν από έναν μπαχτσέ.

Την πρώτη χρονιά πήγα σχεδόν άπατος, πιάστηκα παρατρίχα από μια σχολή του συρμού, δηλώθηκα στους καταλόγους τους και δεν με ξαναείδαν. Η επιθυμία των δικών μου ήταν να γενώ επιστήμονας και επιστήμονας από τεί δεν τους κόλλαγε.
Ήταν και ένα αρχίδι φυσικός που σε όλο το λύκειο με ειρωνευόταν για τους χαλαρούς ρυθμούς μου και τη λαδωμένη κόμη του λιγδοπόντικα που στόλιζε την κεφαλή μου, ως άποψη, πρίν γίνει η λέρα μόδα, που όταν ήταν να με εξετάσει, με έβλεπε, κουνούσε αποθαρρυντικά το κεφάλι και συνέχιζε στον παρακάτω. Μου κανε την αυτοπεποίθηση κουρελού, σκούπιζε αποπάνω και τα πόδια του, που ικανή διόγκωση η στύση του μην ξαναβρεί. Μπριζώθηκα, διάβασα, έγραψα, έγραψαν οι εφημερίδες για μένα-εδώ τα παραλέω, αλλά από υπερβολή κανένας δεν πέθανε, άλλο από υπερβολική δόση- πέρασα, ευχαριστημένος εγώ, οι δικοί μου, ο κόσμος όλος, εκτός του φυσικού. Μελαγχόλησε, αποσύρθηκε και κάποιοι διέκριναν ένα κακό του λόγο προς τα μένα.

Εγώ δεν πήρα είδηση. Γινόμουν ήδη επιστήμονας, από ρεμπέτικες βραδιές, σε πατσατσερίες, σε κρασοκατανύξεις, σε χαμηλής υποστάθμης μπάρ και ήθους συμπολιτών, σε ανταλλαγές εμπειριών με συναδέλφισσες από τον βορά, μετρώντας το μηνιάτικο με τις εξόδους και τα έξοδα και από την πρώτη εβδομάδα και μετά φαγητό στην εστία και σε φίλους. Τα χρόνια περνούσαν και το έβλεπα πως γινόμουν όλο και πιο σοφός, τουλάχιστον ως προς τα χρόνια, γιατί η σοφία λένε πως είναι συνάρτηση της ηλικίας, κάτι σαν το παλιό καλό κρασί. Τον κάθε χρόνο τον διπλασίασα για να τα εμπεδώσω της σχολής μου τα μαθήματα και μέσω εργασιών γνώρισα όλο τον καλό τον κόσμο που από παλιά τις πουλούσε σε προσιτές τιμές και στις πολλές, έκαναν και κάποιες σκόντο.
Τα χρόνια περνούσαν και μεταμορφωνόμουν στο ίνδαλμα των παιδικών μου χρόνων, στον θείο Αλβέρτο, πάνσοφος δίπλα σε έναν μαυροπίνακα, γεμάτο παραστάσεις, γραφήματα, σύμβολα και λοιπά μαθηματικοειδή, με λευκή αφάνα και ρυτίδες πέριξ των γυαλιών, έτσι κάπως και εγώ πρέπει να έμοιαζα.
Βέβαια τα μάτια μου ακόμα δεν τα είχα κουράσει από το διάβασμα, οπότε δεν χρειαζόμουν γυαλιά μυωπίας, πολύ περισσότερο μάλλον ηλίου, επειδή ο πρωινός ήλιος είναι απάνθρωπος με νυχτερινά μάτια.
Ίσως και στο χρώμα των μαλλιών να υπήρχε μια μικρή διαφοροποίησις, καθόσον εγώ την εποχή εκείνη διέθετα ελαφρώς πορτοκαλόχρουν τρίχωμα και αυτό λειψό, μιας και καθημερνώς αποχαιρετούσα ανεπιστρεπτί πολυαγαπημένες λεπτοτάτες τρίχες επί του νιπτήρα μου. Η κατάρα του φυσικού, να μην μοιάσω ποτέ στο ίνδαλμά μου.
Τέλος περί της επιστημοσύνης, περιχαρής αποχαιρέτησα την μεταεφηβική μου ηλικία αποσπουδάζοντας, με ένα καλό πτυχίο στις αποσκευές μου,
καρπό μεγάλων αγώνων και προσπαθειών αντιγραφής με νέο και παλιο τεχνολογικές μεθόδους-χαντς φρί και κασσέτα μαγνητόφωνο.

Δεν το έπαιξα πουθενά αργότερα επιστήμονας, γιατί όπως η χαρά δεν αφήνει την πουτάνα κατά την λαική ρήση, έτσι και εμένα η διαπόμπευσις καρτερούσε κάθε όποτε άνοιγα το στόμας μου για να εκφέρω άποψη μετα βεβαιότητος και αλαθήτου ενστίκτου. Εκεί που χαρακτήριζα μια σπάνια φυτονόσο σε φιλοθεάμων κοινό, μια γιαγιά πάντα βρισκόταν να με διορθώσει πως το φθινόπωρο τα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν από μόνα τους. Οποία ντροπίς…

Έμαθα να κρατώ το στόμα μου κλειστό και τα χέρια μου δεμένα. Μικρό το ρίσκο, μικρό το κακό.

Το καραβάνι του χρόνου κάποτε με έβγαλε στο ευλογημένο νησί με τους ωραίους ανθρώπους. Με δέχτηκαν, με αγκάλιασαν, με τάισαν, με έντυσαν-ήμουν και ελαφρά ντυμένο έως γδυτό στην παραλία τους, δεν του χάλασα χατήρι.

Εκεί όλες οι αργοασχολίες των φοιτητικων μου χρόνων έπιασαν τόπο, τα μπουζουκίσματα, τα σχέδια στο τραπέζια των καφενείων, η περισπούδαστη γλώσσα και τα σκαλίσματα του ξύλου έκαναν τον κυρ Ανέστη να αναφωνεί με απόλυτη φυσικότητα:
-Μα αφου είναι επιστΗμονας…
Όλα λογικά στο μυαλό του, ενός ανθρώπου που δούλεψε τη ζωή με τα χέρια, στέριωσε σπιτικό, θεμέλιωσε οικογένεια, ρίζωσε στον τόπο του γερά και έχοντας δίπλα του μια αυθεντική λαική καλλιτέχνιδα, την κυρα Ρήνη έκαναν το τόσο μου, τόσο, με ή χωρίς συμπάθειο.
Λειτουργησα επί της συμβουλευτικής της διατροφής του όνου, της γευσιγνωσίας, της αγγειοπλαστικής, της ταμπελοκατασκευής, της σερβιτορικής μετά παντομίμας σε αγνωστόλαλους, της επιζωγράφισης κολοκυνθοειδών μετά ντουκοχρωμάτων, της περιασβεστώσεως του χώρου και της αποκομιδής των άδειων μποτιλίων κριθαροζούμων από την παραλία. Είχα γνωσιολογικήν επάρκεια στην επισκευή των παρασολίων=ομβρελλών θαλάσσης, ικανό μάτι στην επιδιόρθωση των απανταχού περιβραχιονίων και μενταγιόν, ενώ σχεδόν διέθετα μεταδιδακτορικό τίτλο στην λείανση και ακόνισην ταλαιπωρημένων κόψεων μαχαιριδίων και μπαλντάδων, ένα κινητό συνεργείο.

Δεν τον απογοήτευσα ποτές μου τον κυρ’ Ανέστη, εκτός από μια φορά που μου ζήτησε να δώ τις μηλιές του και να του κάνω μια πίπα. Ούτε το ‘να , ούτε τα’ άλλο.
Οι μηλιές ξεράθηκαν, από τις συμβουλές μου, βέβαια ήταν και ο γάδαρος κοντά που του ριξα το φταίξιμο και τις πλήρωσε η ράχη του, ενώ σχετικά με την πίπα, είπαμε καλό μου ρόδο, πίπες δεν κάνω.

4 σχόλια:

  1. τι να πει τώρα και το ρόδο; που χαμογελούσε, χαμογελούσε σε όλο το κείμενο, κι όταν έφθασε στο επιμύθιο, έγινε ρόδο αλλαλάζον!
    Κοίτα, επιστΗμονα να μη το μαράνεις, που ειναι και η ειδικότητά σου, γιατί α! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καταλαβαίνω ικανοποιημένη από τον επιστΗμονα.
    μαράνσεις, η ειδικότης μου ιδίως ελπίδων και χαμογέλων.
    stay with me and u will c
    όταν βρώ χρόνο έχω κάτι για σένα, μια πέτρα αλλαλάζουσα, πό τα νιάτα μου, αληθινή ιστορία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. και η κυρα Γιούλα κάτω από το σταθμό στη Γιαννιτσών επιστήμονας στην πίπα ήταν
    βέβαια ήμασταν και εμείς 16 χρονών αμόρφωτοι στον έρωτα και μας έμοιαζε με διδακτορικό, χαχαχα
    ..μας έπαιρνε και το χιλιάρικο..
    Και ο πατέρας επιστήμονα στα θρανία ήθελε, επιστήμονα στη μπάρα του έδωσα,
    ξύλο το 'να, ξύλο και τ' άλλο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. αυτές οι εξειδικευμένες γνώσεις όντως αξίζουν τα λεφτά τους, γιατί φαντάσου να είχε πάει στο πανεπιστήμια.
    θα ήξερε τα πάντα γύρω από το λειτούργημά της και θα παιρνε το χαρτί με την αξία της, με μόνο κανά εξάμηνο βία ένα χρόνο πρακτική.
    εδώ σαράντα χρόνια φούρναρης η κυρα γιούλα, όλους τους μεταδιδακτορικούς τίτλους θα χε μαζέψει και πιο πολλές συστατικές επιστολές από τους υποψηφίους του ΑΣΕΠ.
    ευγε της και καλά να είναι, επιστημΟνισσα και αυτή, βέβαια,
    σίγουρα!

    άλλος για την ακαδημία αθηνών;

    ΑπάντησηΔιαγραφή