16.8.07

στο φανάρι

Στο φανάρι σταματημένος. Ένα ποδηλατάδικο στο βάθος και η κερασομαλλούσα θέλει καινούριο ποδήλατο. ένα μαγαζί με οπτικά για μένα, τα γυαλιά αυτά πολλά είδαν μαζί μου, μέχρι και τον βυθό της θάλασσας όταν μου γλίστρησαν από το σωσίβιο πάνω.
Κόσμος κλεισμένος οχτάωρο σπαστό σε βιτρινοκάγκελα, παρέα με άψυχες ξελογιάρες κούκλες.
Η μόδα της εποχής, όλα να τείνουν στο small, σε σώματα που τα χουν από καιρό ξεπεράσει τα teen.
Το φανάρι αργεί να πρασινίσει και ένα κοπάδι από σκουρόχρυσα πόδια διαβαίνει από μπροστά μου, σαντάλια φορώντας, με γάργαρα χαμόγελα διακοπών.
Τυχεροί, οι γύρω σας λαμπερά πλάσματα.
Συνοφρυωμένες, κουρασμένες και ιδρωμένες συνάμα φάτσες προσπερνούν ψάχνοντας να κρυφτούν από τον ήλιο που ξέχασε να κλείσει το πορτόνι του φούρνου, με άγχος φορτωμένες για την επαύριο και τις δόσεις που τους ποντίζουν στην απελπισία.
Δυό πιτσιρικάδες ανεβασμένοι σε ποδήλατο και σανίδα, αψηφούν την κάψα και εκτοξεύονται με επιτυχία και πάταγο από τα μαρμάρινα σκαλόνια στα υποψιασμένα περιστέρια που περιτριγυρίζουν τους υδάτινους πίδακες για λίγη δροσιά, για να φτερουγίσουν μέσα στα πρόσωπα των παιδιών και να ξαποστάσουν στο σιντριβάνι πιο πέρα.
Το φανάρι ανάβει και είμαι έτοιμος να φύγω, μα την ματιά μου κλέβει μια πύρινη σημαία, κάπου στο άκρο της όρασης και σκύβω μέσα από τα γυαλιά για να ξαναδώ το χρώμα.
Μια παιδούλα, άγουρη και ψηλή στα 8 μέχρι 10, λεπτή σαν κοτσύφι, ακολουθεί κατά πόδας τη μητέρα της, φορτωμένη με πάχος και ηλικία και μια τσάντα πλαστική σε κάθε χέρι.
Η μικρή σαν φοβισμένη ακολουθεί, με στέκα στα μαλλιά, ίσια καστανά, αγνή στρογγυλάδα στο πρόσωπο και ίσως σιδεράκια στα δόντια. Κόκκινο φόρεμα στο γόνατο και άσπρες μπαλλαρίνες με λουλούδι. Η μητέρα κατεβάζει τις τσάντες, στη μέση της πλατείας, ψαχουλεύει μες στην τσάντα, βγάζει ένα παλιό κινητό, που ανάθεμα και αν τα δάχτυλά της μπορούσαν να πατήσουν τα μικρά πλήκτρα και αναμένει με το τηλέφωνο σφηνωμένο στον ώμο.
Η μικρή πιάνει τις άκρες του φουστανιού της δεξιά αριστερά σαν σπανιόλα και ανοίγει λίγο την βεντάλια του.
Περιμένω και καιροφυλακτώ ότι κάτι θα συμβεί, πάντα κάτι συμβαίνει σαν το μείγμα είναι εκρηκτικό.
Η μαμά της αρχινά να μιλά με κάποια φίλη η συγγενή της και προσπαθεί να της εξηγήσει ότι είναι στο κεντρικότερο μέρος της πόλης μα δεν την βρίσκει στο ραντεβού.
Απ ότι λέει και η άλλη κάπου εκεί κοντά πρέπει να ναι, μα η ευκολία του ακριβούς στίγματος μπέρδεψε περισσότερο τις συναντήσεις, γιατί εξανέμισε την προσοχή και την υπομονή.
Η μικρή στην γυρισμένη πλάτη της μητέρας της αρχίζει όλο και πιο θαρρετά να κινείται γύρω από τον εαυτό της, τεντώνει σαν αγουροξυπνημένο αιλουροειδές τα πόδια της, φανερώνοντας ένα σπουδασμένο κουντεπιέ, τα χέρια της ρολογίζουν αντίθετοι λεπτοδείκτες και η πλατεία φαντάζει σάλα χορού.
Πίσω από τη γονική επιτήρηση αρχίζει να βιδώνεται πιότερο στον ουρανό, παρά στα γήινα και το κόκκινο φουστανάκι ξεδιπλώνεται, η βεντάλια του ανοίγει και αναερούται, η μικρή ζαλισμένη και χαρούμενη στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό της μια κατακόκκινη τουλίπα, με απλωμένα δυο λεπτόμισχα φύλλα, προλαβαίνω στις στροφές της ένα χαμόγελο που γυρνά στον εαυτό της από την υπερπροσπάθεια, το κόσμος σταματά να κινείται, οι κόρνες και οι φωνές σταδιακά εως στιγμιαία σταματούν και όλοι κοιτούν την κόρη που στροβιλίζεται.
Το άλικο χάδι της στον άνεμο ξεσηκώνει θαυμασμό και ενδιαφέρον, μέχρι και που οι πιτσιρικάδες με το ποδήλατο και τη σανίδα σταματούν και την θαυμάζουν, σίγουρα την ερωτεύονται εκείνη τη στιγμή, νομίζω πως είμαι σίγουρος, εγώ αυτό θα έκανα στη θέση τους, η μικρή αργοσβήνει το στροβίλισμά της και κατακόκκινα βάφονται τα μάγουλά της, σαν να ξέβαψε το φόρεμα.
Η μάνα της βλέπει τον κόσμο να κοιτάζει προς το μέρος της και απορεί, μα η σκιά ρουφιάνα από πίσω της μαρτυρά του ρούχου την πορεία. Γυρνά, με το τηλέφωνο στον ώμο, βλέπει αναψοκοκκινισμένη τη μικρούλα, ίσως και ελαφρά ιδρωμένη και καταφέρνει ένα μπάτσο στο προσωπάκι της που τρέχουν δάκρυα μαζί με ιδρώτα.
Η μικρή κρύβει το πρόσωπο στα χέρια, ολόρθη, η μάνα κλείνει το τηλέφωνο και αρχίζει να την κατσαδιάζει, τους βλέπει και η γειτόνισσα και το ραντεβού στέφεται με επιτυχία., η μάνα ζαλώνεται τις τσάντες και ο κόσμος συνεχίζει απ όπου σταμάτησε.
Μόνο οι πιτσιρικάδες μένουν ακίνητοι, βλέποντας το τρίο να τους πλησιάζει, για να ανεβούν στα σκαλοπάτια, τις δυο μαούνες και το κοτσυφάκι.
Υπάρχει αρκετό μπαρούτι στην ατμόσφαιρα, ιδίως στα μάτια του ποδηλάτη.
Μπορώ να τους παρατηρώ ανεμπόδιστα, γιατί ο τόπος γίνεται μονοδιάστατος και μια ευθεία που σχηματίζουν τα μάτια του με της μικρής αρκει για να θεωρηθεί οτιδήποτε άλλο εκτός και άνευ σημασίας.
Παίρνει φόρα, μια και δυό, πηδάει τα σκαλόνια, προσγειώνεται γράφοντας ημικύκλιο με κωλιά μπρός στη γυναίκα και δείχνει τα χέρια του.
-μην την ξαναπροσβάλεις μωρή φώκια μπροστά σε κόσμο και μην ξανασηκώσεις το χέρι σου, μην στο δώσω να το φάς!
-πως μου μιλάς παλιοσκατόπαιδο, αι στα τσακίδια παλιοαλήτη που θα μου πεις πως θα φερθώ.
-πες ότι βρωμιά θες, μα αν τολμάς ξαναάπλωσε το χέρι σου και θα το μετανιώσεις, μάρτυς μου ο θεός.
-ντροπή σου και είσαι μικρό παιδί, του λέει η άλλη η χοντρή.
-ντροπή στα μούτρα σου φακλάνα που αφήνεις αυτό εδώ το πράγμα να προσβάλει δημοσίως την κοπέλα επειδή χόρεψε. Ντροπή σε σενα και σε κείνη, που θα μου πείς για ντροπή.
Αφήνω το μηχανάκι και πλησιάζω, η φακλάνα μια τον έχει και θα τον έλιωνε, μα και ο πιτσιρίκος είχε το μάτι του αναποδιασμένο.
-νεαρέ, του λέω μαζέψου, δεν είναι τρόπος αυτός να μιλάς σε μια κυρία.
-να ξέρατε κύριε τι κουβέντες έβγαλε το βρωμόστομά του, που έχουμε καταντήσει σαν κοινωνία, βιάστηκε να ξεσπαθώσει το γειτονικό τέρας.
-είμαι δικηγόρος και μπορώ να σας σύρω για βιαιοπραγία, σωματική και ψυχολογική βλάβη, μπορώ να σας τυλίξω σε μια κόλα χαρτί και να τρέχετε και να μην φτάνετε. Ντροπή δική σας κυρία μου, που νομίζετε πως μπορείτε να σηκώνετε χέρι, όπου και όπως νομίζετε.
Είστε κατάπτυστη και ζορίζομαι για να μην καλέσω την αστυνομία, για χάρη της μικρής. Δεν μπορείτε να εξευτελίζετε τον άλλον, ουτε το ίδιο σας το παιδί, μόνο τον εαυτό σας.
Δεν θέλω ούτε να σας βλέπω.
Με σκυμμένο το κεφάλι και μουρμουρίζοντας κακιωμένες κατάρες και ανούσιες δικαιολογίες εξαφανίστηκαν, πίσω από μια εμπορική γωνία.
Η μικρή στρίβοντας έριξε από μια ματιά και στους δυό επίδοξους σωτήρες και υπερασπιστές της, ίσως λίγο πιο πολύ στον πιτσιρίκο.
-είστε πράγματι δικηγόρος; Με ρώτησε εκείνος καθώς έστριβα.
-όχι, απλά μεγάλος και οι μεγάλοι μπορούν να λένε πιο πιστευτά ψέματα.
-γιατί της τα είπατε ωραία.
Όχι καλό μου, εσύ της τα είπες ωραία, φακλάνα ήταν, μα το δίκιο σου δεν θα το βρείς με χαρακτηρισμούς, αυτούς κράτησέ τους για σένα. Μάθε να μιλάς τη γλώσσα που φοβούνται και θα τους τσακίσεις μια για πάντα. να σε ρωτήσω κάτι;
-πείτε μου.
-την ήξερες την κοπελίτσα; πάει στο σχολείο σου και την υπερασπίστηκες;
-όχι, αλλά έμοιαζε με την αδερφή μου, είπε και σκοτείνιασε σαν καλοκαιρινός ουρανός πριν μπόρας.
-λυπάμαι, μου ρθε να του πώ, αλλά είχα αρκετά ανακατευτεί στη ζωή τους για σήμερα.
-αυτά που είπα πάντως ισχύουν, αν κάποιος έχει πρόβλημα μπορεί να απευθυνθεί πάντα στην αστυνομία.
-καλά, εντάξει, μου είπαν και έφυγαν.
Πόσες ψυχές άλλαξαν θέση και διάθεση εκείνη τη μέρα δεν ξέρω, ανέβηκα στο μηχανάκι, το φανάρι άναψε πράσινο και η ζωή συνεχίστηκε, με έναν ήρωα παραπάνω και έναν πιο γερασμένο, μαγκωμένο μεγάλο, εμένα.

2 σχόλια:

  1. κάπου φαίνεται και μια ηλιαχτίδα μέσα στο σκοτάδι,
    ξεπροβάλλει ένας ζορρό, ένας ρομπέν,
    και ρίχνει σανίδα σωτηρίας στην αδιαφορία
    υπάρχουν ακόμα πρίγκηπες, απλά είναι δύσκολοι καιροί..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. όντως υπάρχει ένας ήρωας και πάντα κοιτά τον κόσμο από χαμηλά, γιατί έχει την ηλικία ενός μικρού παιδιού, ενώ τα μάτια ενός μεγάλου κοιτάζουν κάτω από το βάρος του συμβιβασμού.
    κρίμα ε;
    αυτό με τους πρίγκηπες παρακαλώ να διορθωθεί, οι μόνοι αποδεκτοί τίτλοι ευγενείας στο σκάκι και σε κείμενα που αρχινούν ,μια φορά και έναν καιρό.
    άσε που σου λέω...κάτι έχω κατά νου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή