17.8.07

μπάρκο στη νυχτιά

Είναι λόξα μου από παλιά να μην κοιτάζω που πηγαίνω, τα μάτια μου να μην βλέπουν ποτέ τον δρόμο, πιο πάνω ή πιο κάτω και πάντα κάπου να σκοντάφτω, πότε σε κολώνες, πότε σε λακκούβες, πότε σε κλαδιά, μα κάποτε και σε περιστατικά που η φαντασία μου τα μεταπλάθει σε ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Και αν είναι ενδιαφέρουσες και για άλλους, δεν ξέρω, πάντως εμένα πάντα σηματοδοτούσαν τον χρόνο και την πορεία μου σε τούτη τη ζωή, μιας και δεν ζεί κανείς μόνο μέσα στην πραγματικότητα, μα και στην φαντασία ταξίδια κάνει, κάνει δοκιμές ζωής μέσα από βιβλία, θεατρικά έργα και τον κινηματόγραφο, μα και από ιστορίες άλλων και δικές του.
Κάποτε πρίν από χρόνια, βράδυ σαββάτου στη σίνα, κατεβαίνοντας από το Λυκαβηττό έζησα μια μικρή ιστορία, που με τον καιρό μεγεθύνθηκε, οι θόρυβοι που ακολουθούσαν την καταγραφή εξαφανίστηκαν και με τις αισθήσεις όλες οξυμμένες τα χρώματα ζωντάνεψαν, ο ήχος κρυσταλλώθηκε και μια μυρωδιά κάλπικη έχω να θυμάμαι.
Έπρεπε να πάρω ένα βίντεο και έναν αντάπτορα για να δούμε μια ταινία του φελλίνι, ώρα τρείς, που άλλαζε η πόλη πλευρό και ροχαλητό, γιατί για κάποιους η δουλειά ήταν ένα ραντεβού της δευτέρας και για τους περισσότερους ένα όνειρο που θα τελείωνε σε μερικά στριφογυρίσματα ακόμη.
Δεν νύσταζα καθόλου και ήμουν από τους λίγους χωρίς παρέα και με μηχανάκι, ο κλήρος έπεσε σε μένα.
Η νυχτιά γλυκειά από το αεράκι που κατέβαινε την πάρνηθα πάνδροσο, καθαρίζοντας υπομονετικά κάθε βράδυ τον ουρανό της επόμενης μέρας σαν τον επιμελητή στο σχολείο, με βρεγμένο σφουγγάρι, από τα λογής σκατίδια που αιωρούνταν και ο κόσμος τρελαινόταν καταπίνοντάς τα.
Το πουκάμισο ανοιχτό, το μηχανάκι σβηστό στην κατηφόρα και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι, οι όσοι ξύπνιοι πολιορκούσαν την παραλιακή για ένα θολό ποτό και τσιγάρο.
Τα φρένα μου λειψά, τα λάστιχα φαλακρά και τα πέδιλα αδύνατα μέσα πέδησης, εγώ ο καπετανέος, σχεδόν τσούλαγα, πάντα έτοιμος να εγκαταλείψω το επίφοβο πλοίο μου.
Το φανάρι στην ασκληπιού πάντα το σκιαζόμουν γιατί που να ανακόψεις ταχύτητα μετά από τσουλήθρα, σε τυφλή κάθετο, έτσι η κίνησή μου ήταν οφιοειδής, να γατζώνουν τα πλαινα. Τότε στο τέρμα του φαναριού την είδα.
Τέντωσε τα χέρια ψηλά και ξεντύθηκε του ρούχου της, κάτι σαν σατέν φωτεινό κομπινεζόν, τίναξε πίσω τα μαλλιά και ήρθε και καθελκύστηκε στο παραθύρι παραδίπλα, σε κάποιο σοφά ή σε κάποιο κρεβάτι, πάντως σε κάποιου αφανούς ήρωα τα λαγόνια, αρχίζοντας το μαούνισμα της.
Η νέα δυάρα δεν έδινε για το θερινό σινεμά που προσέφερε αφειδώς στους περαστικούς της ώρας κείνης και παρατηρούσα όλες τις φάσεις των δυό πανσέληνων στηθιών της, πάνω και κάτω πίσω από το πρεβάζι.
Ξέχασα τον σκοπό της διαδρομής μου, κεραυνοβολημένος από την οπτασία , που ανεβοκατέβαινε κεντρόβαρη, με ήρεμο καλπασμό, με χέρια και μαλλιά λυτά, μισοληθαργικά, λες και το σώμα, το από πάντα έτοιμο να ήξερε τη δική του διαδρομή.
Το βίντεο στα πόδια μου σφηνωμένο, στην ανηφόρα το γαλλικό ινστιτούτο σιωπηλό και σκοτεινό, η ρόδα λοξά σφηνωμένη προς το πεζοδρόμιο και ένας αναστεναγμός να θέλει να ξεχυθεί, σαν να θελε να σβήσει τα κεράκια του βραδινού δώρου του.
Η βαρκάδα δεν συναντούσε εμπόδιο, ούτε προξενούσε μεγάλες εντάσεις, το πρόσωπό της ήρεμο, γαλήνιο, μπορεί και νυσταγμένο, στο πορτοκαλομισοσκόταδο η κενταύρισσα φαινόταν βαθειά χυμένη σε παράδοση, αλλού τα μάτια και αλλού το σώμα της, σαν να ταξίδευε γι’ αλλού.
Φύσηξε αεράκι και χαλινάρωσε ένα χέρι τα μαλλιά της από πίσω, ένα χέρι που τα ριζά του ακολουθούσαν τη ρεματιά της πλάτης της και αυτή, με τοξεμένο το λαιμό της, στεριώθηκε καλύτερα στο καρνάγιο της, γαντζώθηκε το χέρι της στο μάνταλο και άρχισε να βογγίζει σιγανά.
Το πόδι μου εσκλήραινε, το βίντεο με ενοχλούσε, ο αυχένας μου είχε πιαστεί, μα με τίποτα δεν θα τάραζα με θόρυβο την άγια κείνη τελετουργία.
Σε κάποια στγμή απόκαμε, το χέρι λευτέρωσε την κόμη, το τόξο ξετεντώθηκε και καθώς οι ώμοι κύρτωσαν των μαλλιών της η κουρτίνα σκέπασε το πρόσωπό της.
Ήταν ωραία, απ’ όσο μπόρεσα να δώ, του προσώπου της η σύσφιξη, η ένταση καθώς γλυκά αποτελείωνε, εκείνο που πρίν από ώρα είχε ξεκινήσει, δεν είχε τίποτα να αποδείξει, μόνο φαινότανε στην φαντασία μου πως είχε σύντροφο ηδονής να μοιραστεί.
Το χέρι της μάζεψε με μια κίνηση τα μαλλιά σε ένα παλαμάρι και την κουρτίνα γυρνώντας, μου φάνηκε με είδε και πως έσπασε ο καρπός της σε ένα φευγαλέο γειά.
Το φαναρι στη σίνα κατέβηκαν στο κατόπι δυό μηχανές και ένα ζευγάρι σε αυτοκίνητο, που κεράστηκαν έρωτος θέα δύο τριών φαναριών παραδρόμου και βάλε, με μια γλυκόπικρη αίσθηση μοναξιάς τη νύχτα εκείνη.
Όσες φορές και αν ξαναβρέθηκα αθήνα, κάτω από τη σίνα έριχνα κλεφτές ματιές μήπως την αλόγισσα κόρη ξαναπετύχω, μα ο μύθος ξέρει να σώνεται από τη φθορά του και επαναλαμβάνεται μόνο σε νέα μάτια.
Μου είπανε πως άργησα να φέρω το βίντεο και είχανε πιεί τις μπύρες, μα ποιος νοιοζόταν , εγώ το είχα δεί το έργο μου και ήτανε αγαπημένο.


υγρ. η φωτογραφία είναι του bullock wynn.

2 σχόλια:

  1. οι τυχαίες συναντήσεις είναι αυτές που σημαδεύουν ψυχή, νού και σώμα
    το αναπάντεχο, το απρόσμενο, το ηδονικό,
    κλείνεις τα μάτια, βγάζεις φωτογραφία και τη θυμάσαι για πάντα τη στιγμή αυτή που ένιωσες πως ο χώρος και ο χρόνος σταμάτησαν τη δουλειά τους για να σε βοηθήσουν
    μια απορία έχω,
    γιατί αυτά συνέβαιναν πιο συχνά όταν ήμασταν παιδιά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. θαρραλέος σαν είσαι και αν κυνηγάς το κάτι παραπάνω, αν τα σήματα τα πιάνεις στον αέρα, τότε τα πάντα θα σου συμβούν,γιατί χρειάζεσαι όλα αυτά τα στοιχεία για να χτίσεις τον κόσμο που θα ζήσεις, τα μάτια που θα ανοίξεις.

    εμένα πάντως δεν σταμάτησαν ποτέ να με επισκέπτονται, το αντίθετο, τώρα περισσότερο από ποτέ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή