21.8.07

Σέλωσε τα αλόγατα

Σέλωσε τα αλόγατα και άσε τα ρέστα κάτω,
Φωτιά και μπούρμπερη στο χάος από πίσω,
Ήρθε η ώρα να πετάξουμε..

Σκοτάδι, τα κουράγια μας ξαπλωμένα σε όποιον καναπέ ελεύθερο, μερικοί τελειωμένοι σε γωνίες και κάποια πτώματα να έχουν γυρίσει ήδη πλευρό στο πάτωμα.
Τσίχλες κατάμαυρες από καπνό και λάσπη κάτω κολλημένες, από τους απολίτιστους που νόμιζαν ότι του άλλου το σπίτι ήταν το γήπεδο ή τα ουρητήρια που έμεναν, ενώ μερικοί άθεοι πιστοί απρόσεκτοι έκαναν σπονδές στο όνομα της ισορροπίας παραπατώντας με τα κουτάκια μπύρας αναχείρας.
Κάπου, σε κάποιο δωμάτιο του ορόφου ο 30άρης ιδιοκτήτης παρηγορώντας και καλά μια φίλη από την παρέα που έμεινε χωρίς φίλο, απόμεινε να της παρηγορεί το φύλο όλο το βράδυ, αδιαφορώντας για τον χαμό που συντελείτω από τους αποκάτω.
Όταν τα πλαστικά ποτήρια σώθηκαν, η επέλαση δεν σταμάτησε στα ποτήρια από τη λίστα γάμου της αδερφής του, μα επιστρατεύτηκαν όλα τα κρυστάλλινα από το σκρίνιο της μαμάς του, το φώς της μέρας θα αποκάλυπτε το μέγεθος της συμφοράς.
Τα ξηροκάρπια και τα ντίπ με τα κριτσίνια εξαντλήθηκαν από τις πρώτες κιόλας ώρες και μετά διαγουμίστηκαν τα ντουλάπια με τις κονσέρβες, τις σαλάτες, τα μπισκότα, οι σοκολάτες, μετά το ψυγείο, όλα τα κατεψυγμένα φαγητά ζεστάθηκαν στον φούρνο μικροκυμάτων-ομολογώ ότι η μάνα του ήταν σπουδαία μαγείρισσα- ενώ από κάτι φρούτα απόμειναν κάτι φλούδια και κουκούτσια που αναθεμάτιζαν όσοι γλυστρούσαν πάνω τους.
Φαίνεται να τα παραλέω, μπορεί, αλλά ευτυχώς που δεν έγινε στο δικό μου σπίτι. Δεν θα το άντεχα.
Έκανε κρύο απέξω και στην αρχή το σπίτι φάνταζε κρύο, αργότερα από τους καπνούς, τα χνώτα και τον ίδρω από τα σώματα έγινε μια σάουνα που κάλλιστα μπορούσε να μείνεις με το κοντομάνικο και οι κοπελιές με το τιραντάκι.
Ήταν οκτώβρης και στην αθήνα τα πρώτα κρύα είχαν μπεί δυναμικά. Κάπου στα βόρεια έριχνε τα βράδια πάγο, ενώ στο βορρά οι πρώτες νιφάδες ψευτολεύκαιναν τα λασπωμένα χώματα.
Η παρέα ήταν υπό κατασκευή ή υπό διάλυση, όπως το πάρει κανείς. Γνωριζόμασταν τα αγόρια πρίν το καλοκαίρι, το ίδιο και τα κορίτσια, κοινοί γνωστοί ο δημήτρης με τη δώρα και το πράγμα έδεσε. Κάποια στιγμή στο άσχετο κάποιος πέταξε την ιδέα να πάμε διακοπές μαζί, δεν είχαμε και ιδιαίτερα προγράμματα ακόμα, φοιτητιώσα νεολαία, αποφασίστηκε και εκδράμαμε κάπου στο αιγαίο. Μετά το καλοκαίρι οι σχέσεις των ανθρώπων τίθενται υπό δοκιμασία, κάποιοι φεύγουν, λίγοι μένουν και ο χειμώνας έχει τη συνήθεια να αδυνατίζει τη μνήμη. Ο χειμώνας δεν μας είχε πιάσει ακόμα, μα ήμασταν μάλλον στους αποχαιρετισμούς.
Συμπλεύσαμε, συμπορευτήκαμε, δημιουργήθηκε ένα ειδύλλιο και κανα δυό κρυφές ξεπέτες, που όλοι τις ξέραμε, αλλά κάναμε πως όλα ήταν οκ, μα από τις γνωριμίες δεν προέκυψαν έρωτες ή φιλίες.
Το βραδινό πάρτυ δεν το οργάνωσε κανένας μας, ο στέλιος που είχε άκρες σε όλη την πόλη κάπου το μυρίστηκε και πέταξε την ιδέα σαν μαζευτήκαμε στη φιλαδέλφεια.
-Πάρτυ με καπέλα, από σκουφί, τραγιάσκα, μέχρι καπελίνο και περικεφαλαία.
Το τελευταίο δεν το είπε, το φόρεσε για την πάρτη του.
Μια γρήγορη γύρα στα εποχιακά λίγο πριν κλείσουν και όλοι σχεδόν κάτι είχαμε που να μοιαζε πρέπον.
Υπήρχαν και ψιλοτσακωμοί και αστεία του στυλ, γαμώτη μου, σαν ανάποδο γαμώτο είμαι, που πάω και άλλα τέτοια ψυχοβγαλτικά, ρε άσ’ το για μένα, εγώ το είδα πρώτος, να σε δώ να σε χαρώ καλέ τοιούτε και άλλα τέτοια πετυχημένα.
Το σπίτι μεγάλο, μονοκατοικία με εσωτερική σκάλα, πάνω τα δωμάτια και μια σοφίτα, ενώ κάτω το τεράστιο σαλόνι, υπερυψωμένο βάθρο, το πιάνο, άμοιρο πιάνο που κατάντησε σουβέρ, και στο βάθος η κουζίνα, σα να λέμε φτωχαδάκια οι δικοί του και το τσαρδί του τρύπα.
Δεν φτάσαμε από τους τελευταίους, το αντίθετο, άγνωστες φάτσες υποδέχτηκαν με επιφύλαξη άλλες περισσότερο άγνωστες, μα τα χαρακτηριστικά-τα ελληνικά, βλέπεις διαθέτουμε και ελληνικότατα δάκτυλα ποδιών, μάρτυς μου η σαγιονάρα-και η προφορά και η προσφορά των ποτών, κάτι κουρτάκια και σανγριές(η γριά έχει το ζουμί) φτηνές από ύποπτη μάλλον κάβα, ήταν τα εισιτήριά μας στην ευτυχία της μονοκατοικίας με το καλοκουρεμένο γκαζόν, τα πολλά τα δέντρα και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική.
Από τη στιγμή που μπήκαμε, δεν υπήρχε περίπτωση να βγαίναμε, παρά μόνο σαν ξημέρωνε, ήταν κάτι σαν άγραφος νόμος, όπως εκείνος που έλεγε ότι ποτέ δεν πετάμε τη γόπα στο κουτάκι της μπύρας, γιατί είναι τελείως απροστάτευτοι της γής οι μεθυσμένοι.
Η μουσική ακουγόταν στη διαπασών τετράγωνα μακριά, σε μια ερημιά στο λαγονήσι, που σε μερικά χρόνια η ερημιά θα κόστιζε όσο και ένα δυόροφο στο κολωνάκι. Δεν πειράζει, ο κόσμος λεφτά δεν είχε και η πισίνα ήταν σκεπασμένη.
Οι περισσότεροι ήταν προσωπικοί καλεσμένοι του ιδιοκτήτη, ας τον πούμε τζόν ή καλύτερα τζόν τζόν, γιατί ποτέ δεν με ενδιέφερε να μάθω από τη μια και από την άλλη, η παρέα μας που τον γνώρισε καλύτερα, βαθύτερα και υγρότερα από μας είπε πως στο κλειδωμένο δωμάτιο που χαριεντίστηκαν ήταν της μικρής του αδερφής, τίγκα στις μπι μπι μπό και μαλακίες και τον έβλεπε σαν τον κεν κεν όταν δεν την έβλεπε να γελάει.
Εκείνη πάντως τη νυχτιά καλύφθηκαν πολλές φαντασιώσεις, του τζον τζον να πάρει μια λεπτή, λιπόσαρκη ξανθιά, η μπι μπι μπό μας να ασελγήσει πάνω στις παιδοεφηβικές της φαντασιώσεις και οι βάνδαλοι να πηδήσουν ένα σπίτι που δεν θα ξαναέμπαιναν ποτέ τους.
Η μουσική δεν ήταν κακή, ήταν μόνο χάλια, λαικοτέκνο, μπουζουκομπαλάντες, αμανεδοράπ και τρέχα γύρευε, χίλιες φορές άντζελα και στανίση, τουλάχιστον το κέφι να ναι πραγματικό, λαικοντεκαντάνς. Πήγαμε σε πανηγύρι για να τους βρούμε να τρώνε το σουβλάκι με πηρούνι, μαχαίρι, πετσέτα και να σαχλοσχολιάζουν τις ηλεκτρικές κωλιές της κιθάρας.
Απαράδεκτο! Η σωτηρία μας ο στελάρας και πάλι. Όχι ο καζαντζί, ό όλος στο πιο φαλακρό του, ο δικός μας. Με γέλια και ιστορίες και ανέκδοτα, και με λίγο κεντρισμένη την ωραιοπάθεια του νεαρού ντίσκ τζόκεϊ, που σίγουρα θα είχε το όνομά του μετατρέψει σε κάποιο αρτικόλεξο με το πρόθεμα μίστερ, για κάποια όμορφα ματάκια καστανά, της δώρας, ανέλαβε τα πικάπια για μια στιγμή, ώσπου να ουρήσει μια περίσσεια τεστοστερόνης πριν της μιλήσει και τον παρασύρει σε ένα τρελό χορό με ημερομηνία λήξης την αποθέωση του στέλιου.
Ο άτιμος, και σε σπιρτόκουτο να τον έκλεινες θα μάζευε τα σπίρτα να τους πεί ανέκδοτα, κάποτε σε μια προσαγωγή τον κράτησαν παραπάνω από τους άλλους και τον γύρισαν σπίτι του με περιπολικό, αντάλλαξε και τηλέφωνα, μια βόλτα μαζί του, πραγματική εμπειρία.
Το υλικό του πιτσιρίκου ήταν για τα μπάζα, μα οι δίσκοι της μικρής ήταν μούρλια.
Σαν η βελόνα άρχισε να γυρίζει ανάποδα και με το μικρόφωνο καραόκε άρχισε να τρεμομιλά πως το πάρτυ μόλις ξεκίνησε απαίσια μικρά στρουμφάκια, έγινε κόλαση!
Τι στρουμφάκια, τι παπάκια, τι φρουτοπία, όλα τα παιδικά ακούσματα παρέλασαν από τα αυτιά μας και εμείς κοπάδι αφηνιασμένων ζώων χοροπηδούσαμε να γκρεμιστεί το σπίτι. Η ξενερίλα θα φευγε, οι ακροβολισμένοι με το ποτό πλησίασαν την πίστα και κουνούσαν τους ώμους και τους κώλους τους σύμφωνα με το κύμα.
Σαν έσκασε μύτη κάποιο παιδικό μεξικάνικο που διασκεύασε ο μηλιώκας, ουουουου ο σαλίγκαρος γύρισε το σπίτι δυό φορές και σταματημό δεν είχε. Στο σαματά έβαζες και κανα χέρι, δεχόσουν κανα χαστούκι ή ανταποδοτικό χέρι από τον χαμογελαστό της παρέας που πήρε θάρρος, έριχνες και κανα βάζο, πάταγες και στα πλαστικά ποτηράκια που τα είχαν για τασάκια, μούρλια σου λέω.
Ήταν ψόφιο και του δωκε φτερά, αλληλούια που θα λεγαν και οι σύμμαχοι.
Ο τζον τζον έχρισε ντι τζέυ της βραδιάς τον στέλιιιιος και ο έτερος εξοβελίστηκε στον χλευασμό των προηγούμενων οπαδών του ως τσάμπα κίτς.
Το πιο ωραίο απ όσα θυμάμαι εκείνη τη νυχτιά είναι όταν έβρισκε κανα χαμένο, κανένα παντελώς άκυρο, άγνωστο τραγούδι και στο ρεφραίν το χαμήλωνε για να το δώσει
-Δικόοοο σαςςςς
Και γινόταν της πουτάνας, συγνώμη, της κυρα γιούλας-σε βλέπω που γελάς χέρκιουλη- λαός ύψωνε τα χέρια και αποθέωνε τον αχαρακτήριστο υποκινητή της τρελής διάθεσής μας με εκφράσεις του στυλ, γειά σου σάκιιιι, ρε τον πούστη και άλλα τέτοια νόστιμα.
Η ώρα πλησίαζε, δεν ξέρω, μάλλον αργά, ή καλύτερα νωρίς.
Όλοι μας χυμένοι καταγής, στο πάτωμα, οπουδήποτε.
Τα καλά παιδιά δεν άντεχαν πολύ ξεσάλωμα, γιατί αφήνει μαύρους κύκλους που σε προδίνουν για μέρες, αλλά εμείς οι λέρες θα το ξημερώναμε, είπα άγραφος νόμος.
Κάπου στο βάθος, σε μιας τζαμαρίας το θάμπος διαφαίνεται ένα ρόδινο πρωινό, η μέρα είναι έτοιμη να ξεκινήσει, με όλες τις προοπτικές ενός άσχημου χανγκόβερ, μα αν δεν κλείσουν τα μάτια τίποτα δεν έχει τελειώσει, η τελευταία κουβέντα δεν έχει ειπωθεί, ο τελευταίος χορός δεν έχει ποδοβοληθεί.
Ένας δίσκος με μουσική αργόσυρτη, τζάζ μελωδική με μια μαύρη φωνή να σπαράζει για κάποιον εδώ και ώρα μας κρατάει συντροφιά, η μαύρη φωνή είναι η μόνη που μιλά και ο καθένας ακούει ότι του λείπει.
Οι δίσκοι της μικρής ξεθηκαρωμένοι από τη θέση τους και δίπλα ένα μεγάλο κενό από την οικογενειακή δισκοθήκη.
Σαν αιλουροειδές που ο ύπνος αχρείαστος του είναι, με ένα ζευγάρι μάτια κάτι να ψάχνει, να παραμονεύει, ίσως την πιο σωστή ώρα, ίσως την πιο κατάλληλη, όταν οι δυνάμεις όλων τραβούν μια μυτιά για να φτάσουν ως το σπίτι, τότε

Τότε

Τότε αρχίζει ένας βόμβος να φτάνει, μια βαβούρας παύση, μια βελόνα να ψάχνει το δρόμο προς τον ήχο της να βρεί, να μπεί στο αυλάκι και πάνω του να χορέψει, να αφεθεί-αν δεν έχει ακόμα μπει το 2 τραγούδι ας τα και βράσ’τα, χάλασε η μαγιά και η μαγεία- ένα μπάσσο να ρχεται από μακρυά και ο ποιητής καβάλα με μια αγριωπή ,μα τόσο ζωντανή κιθάρα

Καψ’ τα τα ρημάδια
Η μέρα τούτη έχει αρχή, δεν έχει τέλος
Ακολούθα τον ήλιο καταπρόσωπο και πάλεψε να ξεπεράσεις τη μέρα
Και αν όχι, δεν μπορείς, μονάχα φτάσε την πιάσου από πάνω της και άσε την να σε ταξιδέψει
Αιώνιο πρωινό και φθινόπωρο
Πιάσου τώρα που μπορείς τώρα που ο ήλιος δεν καίει πιάσου και πέτα
Πιάσου μάγκα μου και πέτα...

(κι όπου ακούς για ρίο, για τα μέρη μας -πάτρα- λέει)

Ένα ένα τα ζόμπι με μάτια κλειστά άρχισαν να σηκώνονται, με αόρατο συμβόλαιο μεταξύ τους, τα μέλη τους αυτόνομα, σαν μαριονέτας με ίνες ήχων τραβηγμένα, όλοι ορθοί σαν μαγικά προσταγμένοι, άρθρωση μετά την άρθρωση, καρπός, αγκώνας, γόνατο, όλοι στο πόδι, όλοι στο ανάερο βηματισμό του τζίμ, όλοι σαν τα μαγεμένα ποντίκια.
Οι αλοιφές στο πάτωμα, ακολουθούσαν με ανεπαίσθητες κινήσεις, μπορεί στα πόδια ή στα χέρια, μπορεί και με την ανατριχίλα του δέρματος, σε όλους μέσα μας έμπαινε ο τζίμ με την παρέα του και μας μεθούσε από την αρχή, όλοι όμως με μάτια κλειστά, όλοι να πέφτουν σε τοίχους και πάνω στους άλλους, χοροί ατομικοί, χοροί εσώτεροι, δεν το χω ξαναζήσει.
Το θαύμα κλείνει, η μουσική απομακρύνεται και μένει ένα πλήθος να αναζητά μια συνέχεια σαν μητρικό βυζί, τα μάτια ανοίγουν και ανόρεχτα υποδέχονται το τέλος.
-Ένα μόνο;
Ναι στελάρα μου, ναι αγόρι μου καλό, κάνε μας αυτή τη χάρη και η πατσά μες στη βαρβάκειο δική μου, ένα στελάρα μου ακόμα, μου μειναν κάτι ρανίδες ενέργειας για ξόδεμα.

Και κλείσιμο(άσε τη μουσική αν μπορείς και έχεις την ευχαρίστηση να κλείσει με κλειστά μάτια, δεν έχω κάτι άλλο να πώ, μόνο σκέψου ό,τι θες να ακούσεις)

4 σχόλια:

  1. Πρεπει να περασατε ωραια εκεινη τη νυχτα.

    υ.γ.
    Καλο χειμωνα να χουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλώς τονα και ας μαύρισε!
    ήρθε ο φίλος μας το σύκο να σηκώσει, το φύλλο συκής να δούμε σηκωμένο και να τελειώσει αυτός καλά και εμείς καλύτερα!
    καλό φθινόπωρο φίλε μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. του νοου ασ μπετα;
    τα πεθύμησα αυτά τα ωραία, τελευταία φορά που πήγα σε ορίτζιναλ πάρτυ σε σπίτι η ηλικία μου είχε πρόσημο 1 ακόμα
    φαντάσου...
    συμμαζεύτηκε και ο ψύχος βλέπω,
    γι' αυτό έπιασε καύσωνας στην πόλη;
    για τα μπητς μπαρ είμαστε
    γιούχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. αν δεν έχεις άγχος, αγωνία και καναδυό σπυράκια, δεν λέει το πάρτυ, γιατί εσύ δεν θα είσαι έτοιμος για το πάρτυ, θα ναι ξεπερασμένη φάση για σένα. το πάρτυ είναι μεγάλη στιγμή για κάποιους για να ξεφύγουν λίγο από τη μιζέρια τους ή όλα αυτά που τους κρατούν στο έδαφος, είναι η ευκαιρία κάποιου να γίνει ο έλβις που θα θελε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή