23.8.07

εμείς και ο κόσμος

Προς απογοήτευση της ραλλούς δεν είμαι φιλόζωος. Δεν έχω γατί-ακόμα-, δεν έχω σκυλί- το λυπάμαι μέσα στα ντουβάρια-, ούτε κάν ένα κανάρι- τα κλουβιά είναι καλά για γλάστρες, όχι για ψυχούλες.
Δεν είναι ότι ποτέ δεν είχα κατοικίδιο, πολλά πέρασαν από τα χέρια μας στο χωριό, μα θεωρούνταν οικόσιτα και όχι κατοικίδια, με την έννοια πως εξυπηρετούσαν λειτουργικές ανάγκες του σπιτιού και όχι συναισθηματικής των κατόχων.
Είχα ένα καλοκαίρι 15 κοτόπουλα, 2 παπιά και μερικά περιστέρια. Τα πήραμε από τον μαρκάτο και οι καλοκαιρινές διακοπές φάνταζαν όνειρο.
Στο σπίτι στο χωριό υπάρχει ακόμα μια μουριά ήμερη, που κάθε χρόνο οι μούρες της είναι αιτία προσέλκυσης όλων των διπτέρων της περιοχής, κοινώς μας την πέφτουν οι μύγες κανονικά, σαν στούκας, θρασσύτατες, συνεννοημένες και αμετακούνητες.
Όπως πάντα, έτσι και τότε.
Η γιαγιά, πριν πάμε πάντα φρόντιζε να χει ψεκάσει τον τόπο με κάποιο φάρμακο, ντιτιτί νομίζω το έλεγε και δεν ζύγωνε πετούμενο ή έρπον σκαθάρι στα όρια της αυλής, μα τότε ήταν που ακούστηκε ότι ήταν επικίνδυνο και θα απαγορευόταν και η μουριά βασικά έμεινε αψέκαστη.
Μαύριζε καθημερινά ο τόπος από μύγες και η ενόχληση έπαιρνε και έδινε, να ναι καλά εκείνος που εφήυρε την μυγοσκοτώστρα και τις μυγοπαγίδες. Καθημερινό μας παιχνίδι με τη μεγάλη μου αδερφή ποιος θα σκότωνε περισσότερες.
Κρατούσαμε σκόρ σε κάτι παλιά μας τετράδια, στην πίσω σελίδα, σε δύο λίστες με τα αρχικά μας, όπως κάναμε και με την κολιτσίνα και τη δηλωτή, μόνο που προσπαθούσαμε να μην τα μπερδέψουμε, γιατί στο τέλος της κάθε εβδομάδας έβγαινε το συγκεντρωτικό που καθόριζε τον νικητή.
Η βαθμολογία δεν ήταν διαβλητή, για κάθε απλή μύγα, πόντος ένας, για κάθε σκατόμυγα-από αυτές που χρυσοπρασίνιζαν- πόντοι δύο, ενώ για μπούμπουρες και σκουληκομύγες από πέντε, όχι τόσο από θέμα δυσκολίας, όσο λόγω μεγέθους και συχνότητας εμφάνισης. Οι σφήκες δεν έμπαιναν στην επίσημη καταμέτρηση, ενώ τις μέλισσες δεν τις πειράζαμε, κάτι σαν τα χελιδόνια.
Το σκόρ του καθενός μας ξεπερνούσε τα τρία ψηφία και οι μόνες πραγματικά ευνοημένες από τη δενοκτονία των μυγών ήταν οι κότες. Βρε δεν άφηναν ούτε φτερό να πάει χαμένο, στην αρχή δειλά δειλά πλησίαζαν μέχρι να ευφρανθούν και μετά γινόταν χαλασμός κυρίου, η μια πάνω στην άλλη, να ξεπουπουλιάζονται, να κακαρίζουν και να τσιμπούν τα λοφία τους, οι πιο άτυχες.
Λένε ότι δεν υπάρχει πιο ωραίο και πιο βρωμερό συνάμα πτηνό από τις πάπιες και είναι αλήθεια. Η μια πλευρά του σπιτιού, αυτή που συνέχιζε προς το αλώνι, διετρέχετω από ένα ρυάκι, που το χειμώνα κατέβαζε πολύ νερό ενώ το καλοκαίρι δημιουργούσε μια λούμπα.
Επειδή ανάβλυζε στα ριζά του σπιτιού το αποκαλούσαμε θέμελο και εκεί στο θέμελο τα παπιά έστηναν το γλέντι τους.
Πλατζούριζαν όσην όσα είχαν τα μάτια τους ανοιχτά και στέκονταν στα δυό τους πόδια. Σαν βουρλισμένα έκαναν ρηχές βουτιές στη βουρκίλα και τα κάτασπρα πίπουλά τους γίνονταν της παραλλαγής το καφέ, μέχρι να τα πιάσουμε το βράδυ με το λάστιχο και να τα διορθώσουμε χρωματικά.
Τα περιστέρια υπάρχει τρόπος να τα δέσεις με το μέρος, έμαθα και τους τρείς τρόπους,
ρίχνεις από μια σταγόνα κολώνια στο σβέρκο τους και μια στη φωλιά τους,
τους βγάζεις ένα πούπουλο-και μόνο, χωρίς υπερβολές-από τη μια φτερούγα
και ο τρίτος, τα κλείνεις μέσα στη φωλιά τους για μια μέρα.
Ότι και αν έκανα, αυτά έσμιξαν με το κοπάδι του γείτονα και μου τα υπεξαίρεσε, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί όλοι οι κινέζοι μοιάζουν.
Είχαμε και ένα σκυλί, μη ρωτήσεις για τη ράτσα του, μια φορά σαν γκέκας έμοιαζε, μα είχε το κάτι σαν κοκτέιλ παντού του, λές και η μάνα του τον συνέλαβε σε πάρτυ κοκτέιλ, και πάντως η διάθεσή του ήταν τέτοια, όλο ζούρλα και χαρά, ατιμούτσικο, παιχνιδιάρικο, που όταν επιστρέφαμε από τις εκδρομές στα χωράφια, τις πλαγιές και τους γκρεμούς, έπιανε να κυνηγάει τις κότες για να σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι και να μην μπορούμε να ακούσουμε τα νέα στο ραδιόφωνο μεσημεριάτικα ξαπλωμένοι, μετά το φαγητό.
Πλάκα είχε τώρα που τον θυμάμαι και για να γελάμε τον φωνάζαμε βλάκα και ο βλάκας γύρναγε. Μας το απαγόρεψαν, γιατί εκτός του σκυλιού γυρνούσαν και άνθρωποι, μα το σκυλί το κράτησε σαν όνομα και πάντα κούναε την ουρά του.
Οι γαλοπούλες δεν μου άρεσαν, τις είχα πάρει από φόβο και έτρεμε το φυλλοκάρδι μου σαν έβλεπα μια.
Κάποτε στο άλλο μου χωριό, πηγαίνοντας σε μια απομακρυσμένη βρύση για νερό είδα το κακάσχημο, μεγαλόσωμο πουλερικό να με παρατηρεί, είπα να το παίξω και εγώ εξυπνάκιας να το κοροιδέψω με γλου γλού και με το χέρι προτεταμένο, να δώ αν θα ρθει.
Και να το παλιόπουλο μόλις με είδε, είδε και το χέρι, άκουσε και τη φωνή, πακ πακ πακ πακ, άρχισε να με πλησιάζει. Μικρός εγώ, ο μισός από το μπόι του, άρχισα να πισωπατάω και το γαλόπουλο ερχόταν όλο και πιο γρήγορα.
Έχεις δεί ότι σιχαίνεσαι πιο πολύ να σε κυνηγάει; Εγώ το δα με τα μάτια μου και το χειρότερο; Ήταν απτόητο. Έσκυψα και πήρα μια χούφτα πέτρες για να τοδιώξω, μα αυτό σαν με είδε όντως κάτι να κρατάω, ουουου έγινε αστροπή και με έφτασε με μερικές διχαλωματιές απόσταση.
Αν δεν ήταν μια συκιά να ανέβω πάνω στα κλαδιά της, το όρνεο θα με είχε κατασπαράξει. Από κει πάνω καλνούσα σε βοήθεια και του πετούσα σύκα για να φύγει, μα το άθλιο πουλερικό έβρισκε νόστιμους τους προσφερόμενους μεζέδες. Από τα σύκα έφαγα και εγώ, με χάλασαν λίγο, τι λίγο, το στομάχι μου κόχλαζε σαν καζάνι της κολάσεως και μιας που δεν μπορούσα ούτε να κατέβω, ούτε να κρατηθώ, ακροβατώντας, έβγαλα το σόρτς μου και ντρέπομαι που το λέω μα επεχείρησα να αφοδεύσω πετυχαίνοντας το ορνίθι, για να το λέω σκατοπούλι. Χαμογελούσα με τη σημειολογία του θέματος, μα το πουλί δεν μου κανε τη χάρη. Κάποτε με σκέφτηκαν που άργησα και ήρθε μια ξαδέρφη μου-που μου άρεζε κιόλας- να διώξει το πουλί και να με σώσει, άτυχο βασιλόπουλο, φυλακισμένο στα ψηλά, χεσμένο από την ανάγκη, ίσως και το φόβο του, άσ’ τα και βράστα, ντροπιάστηκα του θανατά, καλύτερα να μη με έσωνε και να με έτρωγε το θηρίο.
Αυτά με τα γαλόπουλα.
Είχαμε και μια γάτα, την μπαρούφα. Ιστορία από μόνη της η μπαρούφα.
Ο πατέρας φόρτωνε καύσιμα από την ελευσίνα με το βυτιοφόρο και σε ένα του ταξίδι άκουγε ένα νιαούρισμα συνέχεια.
Σε κάθε στάση έψαχνε το αυτοκίνητο, μα γάτα πουθενά. Ούτε στο κιάτο, ούτε στην ακράτα, ούτε στο αίγιο, παρά μόνο σαν έφτασε στο σπίτι, ένα καταμούτζουρο καπνισμένο μουτράκι ξεπρόβαλε μέσα από το πλέγμα της εξάτμισης αναζητώντας δροσιά και καθαρό αέρα.
Μέσα στην εξάτμιση λέγαμε αργότερα στα αστεία ότι πρέπει να χρησιμοποίησε πολλές από τις επτά ευκαιρίες ζωής που έχει κάθε γάτα.
Έμεινε μαζί μας 4 χρόνια και ήταν εκείνη η χρονιά που πήγαμε στο χωριό με την φάρμα των ζώων. Κεραμιδόγατα, πάντα ελεύθερη, μα πάντα έξω από το σπίτι, μας έφερνε τα ρημαγμένα αυτιά και το δέρμα της ξεσκισμένα από μεγαλειώδεις γατομαχίες, παράσημα μιας γεμάτης θέληση ζωής. Στο χωριό έτρωγε ότι περίσσευε από το ζαγάρι, για να ντερλικώσει και αυτή και τα ορνίθια να αποτελειώσουν την κάθε υποψία αποφαγιού.
Όρεξη στο χωριό δεν είχε, βαριεστημένη περίμενε την ώρα να περάσει για να φάμε και να παρατηρεί την πάτρα από ψηλά, από το χωριό με την απόλυτη θέα.
Στο χωριό της είχαν φέρει με το αγροτικό του θείου μου στην καρότσα, μα όταν η καρότσα γέμιζε για την επιστροφή η γάτα, η μπαρούφα δεν ήταν εκεί. Οι δικοί μας έλεγαν ότι ήταν καλύτερα έτσι, υπήρχαν ποολλοί για να την φροντίσουν, μιας και οι ανάγκες μυοκτονίας και μυοκάθαρσης σε ένα χωριό είναι αυτονόητες.
Στο σπίτι τα κοτόπουλα γρήγορα συνήθισαν στην μεγάλη αυλή με τα γρασίδια, τα δέντρα και το κοτέτσι. Οι γείτονες είχαν άλλη γνώμη και πίεζαν τη μητέρα για απομάκρυνσή τους.
Έτσι άρχισε το διαιτολόγιό μας να περιλαμβάνει όλο και πιο συχνά κόκκορα μακαρονάδα, κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες και κοτόσουπες. Δεν μπορώ να πώ ότι δεν είχα καταλάβει κάτι, στην απογραφή της κάθε εβδομάδας έλειπε και κάποιο γνωστό κεφαλάκι, κάποιο γνωστό κοτίσιο χρώμα, μέχρι που σταθεροποιήθηκε ο αριθμός τους στις 4, για να υπάρχει τουλάχιστον κάθε δεύτερη μέρα στο πιάτο μας ένα φρέσκο αυγό.
Το κοτέτσι με τον καιρό διαλύθηκε, με τις τάβλες του φτιάχναμε καρότσια και παίζαμε αυτοκινητοδρομίες μέχρι που μια μέρα μετά από μερικούς μήνες, την επόμενη άνοιξη ένα κεφαλάκι έκανε την εμφάνισή του στην αυλή, ένα γνωστό κεφαλάκι ασπροπορτοκαλί με άσπρα πατουσάκια και ένα άσπρο σημάδι στο λαιμό, η μπαρούφα!
Τριάντα χιλιόμετρα απόσταση και ήρθε και μας βρήκε, έξι μήνες μετά, καταφανώς ταλαιπωρημένη, που όσο και αν την φροντίσαμε, δεν ήταν να ξανασταθεί στα ίσα της. Δεν έφυγε από το σπίτι, μια μέρα τελείωσε και η μητέρα με δάκρυα την απομάκρυνε για να μην ταραχτούμε τα παιδιά.
Ο βλάκας δώθηκε σε έναν κυνηγό που ήθελε ένα πουλόσκυλο για να του φέρνει τα κυνήγια, μα ο βλάκας τα βρισκε πρώτος και τα τρωγε. Δεν πρέπει να πέρασε πολύ καλά, δεν είχαμε νέα του.
Δεν πήραμε άλλο ζωντανό και να πώ και την αλήθεια, δεν θελήσαμε να συνδέσουμε την φαμίλια μας με άλλη ζωούλα, μέχρι που ένα κανάρι μας επισκέφτηκε μια φορά και έμεινε μαζί μας 14 χρόνια.
Δεν ξέρω αν είναι σωστό, αλλά στην προσευχή μου για καιρό είχε θέση και η αλληλουχία των ονομάτων από τα κοτόπουλα που είχα, να θυμηθώ πως πήγαιναν,
Α, ναι, κάπως έτσι
Μίμι, νίνι, μπόμπο, κόκο, λόλο. Μάλλον ήταν πρίν αραιώσουν στα τέσσερα. Ποιος θυμάται…





Μίμι, νίνι, μπόμπο, κόκο, λόλο μύγα! Ελάτε μου!




3 σχόλια:

  1. με ανέβασες όμορφα με το τραγούδι, καιρό είχα να το ακούσω, αλλά με στεναχώρεσες με τα κοτοπουλάκια.
    τις καλημέρες μου
    -χρειάζομαι επειγόντως ύπνο-
    το χθεσινό βράδυ ήταν καταστροφικό
    και δεν βγαίνει η δουλειά με τίποτα
    καλημέρα είπα;
    α ναι, πιο πάνω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. οι άνθρωποι πεθαίνουν,
    τα λουλούδια μαραίνονται,
    οι αγάπες θυμούνται,
    τα κοτοπουλάκια τρώγονται
    και η νύχτα είναι στα γονίδιά σου,
    νομοτέλεια φίλε μου!
    σαν τι να έκανες ψες το βράδυ στο βορρά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι καλά που έκανες και με ειδοποίησες γι αυτό το ποστ!
    Αυτές τις μέρες δεν έχω κάνει ουτε ενα κλικ πουθενα και σίγουρα θα το έχανα!

    Τι εννοείς, δεν είσαι φιλοζωος.
    Ποιός μη φιλοζωος θα έγραφε τόσο τρυφερά για τα ζώα ακόμα και γι αυτά τα φοβιστικά γαλόπουλα.
    Α! αυτό το περιστατικό με την συκια...
    Ακριβως, ακριβώς έτσι μου είχε διηγηθεί ενα ο πατέρας από τα παιδικά του χρόνια στην Αμαλιάδα, τα είχε όλα, και συκιά και σύκα που πέταγε -σε ενα βαρβάτο κόκκορα αυτός- και στομαχικές διαταραχές και προσπάθεια να ξεφορτωθεί με τον ίδιο τρόπο τον εχθρό... τι νά πω εκπληκτική ομοιότητα.
    Ο πατέρας είναι 94 χρονών τώρα, λατρεύει τα σύκα και κρύβει επιμελώς πόσο φοβάται εναν μεγαλοπρεπή κόκκορα ακόμα και αν τον βλέπει στην τηλεόραση.

    Ετσι λοιπόν κώστα, αυτές τις μέρες που περνάω δύσκολα, λέω να υιοθετήσω την δική σου προσευχή
    Μίμι, νίνι, μπόμπο, κόκο, λόλο νάναι ο Μέρλιν μου σ ενα λιβάδι μαζί με τα κοτόπουλα σου και την μπαρούφα και όλοι μαζί να συζητάνε πόσο δύσκολο είναι να γυρίσουν πίσω μόλο που θα έχουν την δασκάλα μαζί τους.
    Γιατί εκεί που είναι, είναι πολυ πολυ πολυ πιο μακρυά από τριάντα χιλιόμετρα μ΄όλο που είναι και πολύ πολύ πολύ πιο κοντά...
    Στην καρδιά μας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή