23.8.07

Η γραφή είναι και αμυχή όχι μόνο χάδι

“Η γραφή είναι και αμυχή όχι μόνο χάδι. Ή έτσι τουλάχιστον φαντάζει στα δικά μου μάτια.”χνουδι.

Από κάποιον έρωτα είχε απομείνει χέρσο χωράφι το στήθος του, το πλατύστερνο, γεμάτο αγκάθια φυτρωμένο και το πηγάδι της καρδιάς του κακοχαλασμένο, με τα λιθάρια πεταμένα μέσα.
Αλέτρι η προηγούμενη ένοικος και ενοικιαστής, έσκαψε όσο πιο βαθειά μπορούσε και τα έδεσε τα ξέφτια υφαντό, κόμπους στο στομάχι και στο λαιμό, αφήνοντας ουλές και θρήνο φεύγοντας.
Στα χέρια της ξεπρόβαλε ένα κομμάτι εγκεφάλου και πίσω της έσταζαν πηχτές οι αναμνήσεις, φτιάχνοντας μια πορεία που με κλωστή έμοιαζε δένοντάς τον με ό,τι ωραίο και άσχημο μαζί είχαν περάσει.
Χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον, και το κυριότερο χωρίς παρελθόν για να αυτοπροσδιορίζεται έμεινε κούτσουρο ακίνητο, ρόμπολο που πάνω του χτυπούσαν κεραυνοί, χωρίς πλέον να το ζημιώνουν άλλο.
Το ερείπιο σαν έχει γερά θεμέλια και οι σοφάδες σαν έχουν πέσει και τα μάνταλα σαν να 'χουν σκουριάσει, η εικόνα εγκατάλειψης στα μάτια που ξέρουν να δούν φαντάζει επισκευάσιμο, ξανά κατοικήσιμο.
Και εκείνος φαινόταν στα μάτια μιας άλλης ότι μπορούσε να 'χει μια ευκαιρία ζωής ακόμα.
Και εκείνη δεν φάνταζε μπρός στα μάτια του, γιατί όπως με βουβό κλάμα κλαίει, μάτια δεν έχει, παρά για μέσα στα σκοτάδια του, για τον λυγμό που όνομα δεν έχει και μόνο παράφωνα ακκόρντα μπορούν να τον αναλύσουν.
Με πανί την παλάμη και καθάριο νερό το σάλιο της, οπλισμένη με όλου του χρόνου πίστωση, μάτια δύο και για τους δυό τους και χέρια τέσσερα για να τον προστατέψει, από παντού να μην μπατάρει και χαθεί, σφιχτά αγκαλιασμένη πάνω του σαν σωσίβιο, να τον σώσει ή να χαθούν μαζί, τον έσφιξε μέχρι τα μάτια να αναβλύσουν, να τρέξουν και να ξαναδεί, σαν τα μικρά γατιά που όσο ο καιρός περνάει και το φως δεν έχουν δεί, ποτέ δεν θα το δούνε.
Μα αυτός θα έβλεπε. Και σαν είδε πως στα όλα έμοιαζε με αυτή που έχασε, πως όταν φεύγοντας η άλλη πήρε τις μνήμες του και σε αυτές τις μνήμες η νέα γυναίκα χωρούσε, αμέσως την φοβήθηκε και από πάνω της αποκολλήθηκε.
Αν αφήσεις το χέρι του να σε σπρώξει και δεν τυλιχτείς σαν το χταπόδι πάνω του, εσύ που ξέρεις το τι, το πώς, θα ναι σαν να αφήνεις τον άρρωστο να φτύσει το γιατρικό του, αυτός δεν ξέρει, εσύ ξέρεις όμως, είναι σκληρό, μα πρέπει να τα καταφέρεις.
Και το ελπίζω, να μην σου πώ ότι και εκείνος το ελπίζει, γιατί τίποτα δεν έχει πια να χάσει, ήταν και από δώ και από κει, μην τον αφήσεις κράτα τον κοντά σου.

Και τώρα είναι αυτή και αυτός με επουλωμένες τις πληγές και βρίσκουν ισορροπίες.
Το δάκρυ εσταμάτησε και ο βουβός λυγμός εσβήσθη, μα είναι μεταδοτικός, μεταναστευτικός και πάει και χτυπάει εκείνη που η πίστωση της μόλις ετελείωσε.
Φυγόκεντρη διαδικασία, αυτή να σβήνει και όσο αυτή σβήνει, τόσο εκείνος συνέρχεται, γιατί μόνο σαν έχεις κάτι να προστατέψεις πέραν του εαυτού σου βρίσκεις τις δυνάμεις για το ακατόρθωτο.

Και αυτή ξαπλώνει και σε κώμα μπαίνει, ενώ αυτός πλήρως συνέρχεται και τα μάτια του καθαρίζουν.
Τόσο άδικο, τόση προσπάθεια, τόσα ευχαριστώ, τόση ωραιότης να πάει χαμένη.
Και μένει πάντα στο πλευρό της και της τραγουδά, να δεί μήπως σαλέψει κάποιο δάχτυλο, κάποιο νεύρο, μια υπόνοια επανόδου.
Μα εκείνη κοιμισμένη τον αμίλητο ύπνο, ωχρή και πάλλευκη, χωρίς ενέργεια για την ίδιο, όλη για κείνον ξοδεμένη και άλλη τόση.
Τώρα εκείνος το εκτιμά και γίνεται πλήρως καλά. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού του η πληγή του έχει θρέψει και ένα κομμάτι δικό της συμπληρώνει το πάζλ του.
Σαν οι κουβέντες τόπο δεν πιάνουν, κινά να ανακινήσει τις άλλες αισθήσεις, φέρνει λουλούδια από το βουνό και φύκια της θαλάσσης, στάζει στα χείλη της το νέκταρ και αναμένει αντιδράσεις. Αντίδραση καμία, μα κάτω δεν θα το βάλει.
Αρχίζει το χάδι του όλο το σώμα της να τρέχει πάνω κάτω μαλάζοντας, πιέζοντας, χαϊδεύοντας, ακροπατώντας, γράφοντας της ιστορίας τους τα πάθη, καθένα γράμμα ολόκληρο τον πίνακα της ράχης της καταλαμβάνοντας και ως τους γοφούς και τον λαιμό καλλιγραφώντας, γράφει τα που πέρασαν και ως εκεί εφτάσαν και η νέα αρχίζει να αναζητά το δάχτυλο που έγραφε τα όσα μαζί επέρασαν, όσα της τάζει μέλλοντα και όσα είναι να ‘ρθουνε.
Βασιλικός πολτός το χάδι του, μπάλσαμο στην ψυχή της, τα μάτια της ανοίξανε, γέμωσε το κορμί της από την του ενέργεια, αγάπη της μεταγγίσθη και το νιό ζευγάρι έκοψε τα γέφυρες του παρελθόντος και απεκεί ξεκίνησε να ζεί την νιά ζωή του.
Εκείνος με τα χάδια του, εκείνη με τα νύχια της έσκαψαν τον πηλό τους και από μέσα φάνηκε ο νέος εαυτός τους.



3 σχόλια:

  1. ελπίδα, πόθος και ευχή
    για τη μέρα και τη νύχτα,
    το αύριο και το ποτέ
    το χθές και το πάντα
    ανασαίνω την ώρα και τη στιγμή
    και βρίσκω γιατρειά σε σένα
    ρούφα αέρα και νερό,
    γή και φωτιά
    μη φοβάσαι, εσύ τα εξουσιάζεις
    φύλα τα στο δισάκι για το δρόμο,
    γιατί 'ναι μακρύς πανάθέμά τον
    κράτα το χέρι σφιχτά,
    σφιχτά ρε σου λέω
    μη μου φύγεις
    μα κι αν φύγεις, μη ξεχάσεις,
    σα σε βρω θα σε ρωτήσω
    .....;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ήταν αυτό που ήθελα να διαβάσω ρε φίλε
    σ' ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. αυτό είναι φίλε μου που λές
    κράτα μου σφιχτά το χέρι,
    μόνο έτσι,
    οι δυό μαζί ενάντια ολων,
    αρκούν δύο και ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, η ελπίδα μπορεί να γεννηθεί από δύο
    αρκεί
    αρκεί
    αρκεί να είναι έτοιμοι ο ένας για τον άλλο,
    οι καιροί είναι δύσκολοι
    ακι η φυγή είναι ευκολότερη από την αλλαγή, τη αμοιβαία μεταμόρφωση.
    μπορεί να κάνω και λάθος.
    να σαι καλά για την συντροφιά

    24 Αύγουστος 2007 4:35 μμ

    ΑπάντησηΔιαγραφή