10.9.07

γέμα τις λευκές σελίδες αν μπορείς, αν τολμας

καθισμένος στην πλατεία περιμένω.
δεν θα φανεί, το ξέρω.
μετράω τις ώρες με σελίδες ημερολογίου, αλήθεια, πέρασε τόση ώρα;
δεν θα 'ρθει.
πλησιάζω το καράβι, κάθομαι σε έναν κάβο συνεχίζοντας να γράφω, δεν πρέπει να μου δώσω δυνατότητα επιλογής απ’ το να φύγω,
δεν θα 'ρθει, μα και εγώ δεν πρέπει να μείνω.
η μπουκαπόρτα κατεβαίνει και εγώ προσπαθώ να περισώσω κάποιες σκέψεις, με όσο λιγότερες λέξεις μπορώ, τις πιο ακίνδυνες, μην την φοβίσω και άλλο.
γράφω γρήγορα, το μελάνι από την πένα δακρύζει πάνω στο δείκτη και λερώνεται η άκρη κάθε καινούριου φύλλου.
θα προλάβω;
όταν νοιώθεις πως το μέλλον εξαρτάται από σένα, όλα είναι μπορετά.
Το χέρι πονάει από την υπερπροσπάθεια, μια ζωή, υποσχέσεις και ελπίδες σε μερικές σελίδες, μπορεί και πολλές, δεν θυμάμαι πλέον, μια παράκληση στο τέλος και η τελεία μετεωρείται κάπου μεταξύ πένα και σελίδας. Τελικά νικά η πένα που κρατάει τη σταγόνα της.
Το ημερολόγιο γίνεται μασούρι, ένα σακουλάκι φοριέται προφυλακτικό και αυτό καταβυθίζεται στον κοίλο κίτρινο σωλήνα του λιμανιού, δίπλα στον πρώτο κάβο, σιμά μου.
Πρώτη φορά που εγκαταλείπω κάτι δικό μου, αυστηρά προσωπικό μου, την αλήθεια και τη σκέψη μου, μα αν είν’ τα μάτια άξια… ήταν, είναι, απ’ ότι αποδείχτηκε σε άλλον χαρισμένα.
Το παπόρι καλεί, βαρίδι το εισιτήριο στην τσέπη μου, απρόθυμο να ακυρωθεί.
Μείνε βλάκα και προσπάθησε.
Δεν με αντέχω, δεν με εμπιστεύομαι, μπαίνω μέσα και κλειδώνομαι στην καμπίνα. Θα βγώ σαν σαλπάρουμε στα ανοιχτά.
Στο 'πα, ήμουν αναξιόπιστος, πάλι καλά που μπήκα μέσα. Το απόγευμα με βρίσκει στην κουπαστή του καταστρώματος να ψάχνω με τα μάτια μου για το μαύρο μαλλί και το λευκό το δέρμα. Δεν ήταν να έρθει, πάλι καλά που έφυγα.
Τώρα είναι η ώρα.
Δεν θα ξανάπαιρνα τηλέφωνο, με όρκισα πολλές φορές και άλλες τόσες μου απίστησα. Της έστειλα ένα μήνυμα, για ένα ξεκίνησα, μα πώς να χωρέσεις έναν εαυτό σε εκατόν εβδομήντα χαρακτήρες και οι χίλιοι λίγοι ήταν και στους δυό χιλιάδες σταμάτησα, να μην την κουράσω άλλο. Τα έντεκα μηνύματα δεν έλεγαν να φύγουν και κάπου κοντά στο πέλαγος, πάνω από τα κύθηρα, εστάλησαν όλα ανάκατα και αν δεν είχαν αριθμό, δεν θα 'βγαζε άκρη.
Ένα μονάχα ζήτησα και αυτή την παράκληση είχα, αν θα 'θελε ότι για κείνην έγραψα, να μην της είναι βάρος, αφού και άμα το διάβαζε, στον άφρο του κυμάτου, ότι η μελάνη έγραψε, η θάλασσα να το σβήσει παρά ματιά ανοίκεια να το εμαγαρήσουν.
Μα αν για δικό της κράταγε εκείνο το βρεσίμι, άδειες να μην τις άφηνε, τις όσες σελίδες 'μέναν και σαν που θα το συμπλήρωνε, να μου το γύριζε πίσω, ή με τον ταχυδρόμο της ή με δικό της χέρι.
Πέρασαν μέρες δυό και δεν με έπιανε ύπνος. Μια συμβουλή, ποτέ μην πλησιάζεις το τηλέφωνο σε κάποιο ηχείο σαν περιμένεις κλήση, είναι άτιμο και άδικο και τυραννιέσαι τόσο, γιατί το κάθε παράσιτο φέρνει τα πάνω κάτω, παλινδρομεί η διάθεση και σε αφήνει ρημάδι.
Το πήρε. Μου απάντησε και αν δεν ήταν αύγουστος θα έλεγα πως ήτανε λαμπρή με τα βεγγαλικά, μα λένε ότι της παναγίας είναι το πάσχα του καλοκαιριού και ήταν, αναστήθηκα.
Πόσο κράτησε;
Κρατούν οι αναστάσεις του καλοκαιριού; Αυτή τους είναι η γλύκα.
Μετά την ανάσταση, η συντριβή, μπήκε και ο χειμώνας, σταυροβελόνιασε ο καιρός τρείς στη σειρά ανοίξες και κάπου στην τέταρτη θαρρώ, βρήκα ξανά το δρόμο.
Μούσι, καπέλο, άλλο ζυμάρι τώρα,δεν πήγαινα για να καώ, μα για να μου θυμίσω ποια μονοπάτια διάβηκα και έτυχε να γυρίσω.
Έψαξα ένα νησί, για ν’ ακριβολογώ μια πόλη, κανένας δεν την ήξερε, θα χε και αυτή αλλάξει, δυό μάτια μόνο θυμόμουνα, πιο κάρβουνα και από μαύρα, και από το όνομα μόνο το παρονύμιό της που αυθόρμητα τότε μου χε βγεί.
Μοιάζεις με μάγισσα.
Μην το λές, δεν μου αρέσει.
Δεν μπορώ να σου πώ κάτι άλλο από αυτό που βλέπω, από αυτό που νιώθω. Αν σε τρομάζει αυτό, αν σε τρομάζω, θα το βουλώσω, μα και το μάτια το ίδιο θα λένε.
Γιατί μου μιλάς έτσι; Γιατί μου λές αυτά τα πράγματα;
Γιατί από δώ και πέρα έχω μόνο να κερδίσω, για να μην σου πώ πως ήδη είμαι κερδισμένος. Από σένα εξαρτάται το πόσο και για πόσο.
Ήρθαν πελάτες, σε αφήνω για τώρα.

συνεχίζεται..