17.9.07

και αν δε μπορείς, στη θάλασσα να τις ρίξεις



1.γέμα τις λευκές σελίδες αν μπορείς, αν τολμας

Πες μου πως μετράς εσύ την ώρα να σου πώ πως μέτρησα εγώ τη δική μου. Μην κουράζεσαι, θα σου πώ εγώ.
Με ένα μικρό πικρό σαπούνι κανέλλας, μπορεί να μην το δοκίμασα, πάντως αυτή ήταν η γεύση που μου έμεινε στο τέλος.
Ποιό τέλος; Αυτό που δεν ήταν γραφτό ποτέ να δοθεί, όταν απέναντί σου δεν υπάρχει παρά μια χίμαιρα εικόνα σου, μια ανάγκη κρεατωμένη, μα με δική της υπόσταση, ανεξάρτητα από σένα, σε άλλο έργο πρωταγωνίστρια, μακρυά και εξόν από σένα, από μένα, από το σενάριο και την σκηνή της ζωής μου.
Ένα σαπουνάκι, σαν και τα αρχαία που κάποτε έφτιαχνα, ένα οκτάωρο δικό της μια γλυστερή ψυχούλα σκυμμένη, μαζεμένη, κυρτωμένη στα τέσσερα, πιο μαζεμένη και από μαλωμένο σκυλί, από κουρνιασμένο πλί, από σκατζόχειρα αγουροφοβισμένο.
Κάθε όποτε περνούσε, έβλεπε ένα καφέ κομμάτι εστέρα λιπαρών οξέων να μετασχηματίζεται σε χέρια, πλάτη, σώμα, μαλλιά, κάποιον χωρίς πρόσωπο και μάτια, όλα κρυμμένα.
Κάθε φορά κοκκίνιζε όλο και περισσότερο, ιδίως όταν τριγύρω μου κάθισαν οι υπόλοιπες σερβιτόρες και με κλεφτές κουβέντες και ματιές έψαχναν να εκτιμήσουν το εργόχειρο, τις προθέσεις μου και εμένα, να 'χουν κάτι ανακαλύψει, να αχούν αργότερα κάτι να της πέψουν, να χουν ανασκάψει κάποια αλήθεια, κάποια ανακολουθία, κάποιο ψεγάδι, ό,τι μυστικό ο νεοφερμένος κουβαλούσε στα λίγα μπαγκάζια του.
Ερώτηση στην απάντηση και βλέμμα διατρητικό, σαν σφαίρα και ξαναπυροβολισμός από άλλον ελεύθερο σκοπευτή.
Τα χέρια ικανά δούλευαν τη μαλακή σάρκα εν τη γενέση της με τρυφερότητα και το μάτι δρεπάνιζε τα ακόντια που πετάγονταν κυκλωτικά, δίχως κανένα στόχο να βρίσκει.
Ποια παγίδα να σε καταπιεί σαν στο χώμα δεν πατάς;
Ποια θηλιά να δέσει τον αέρα;

Η ματιά της σαν φοβισμένου ζώου έπεφτε πάνω μου και όταν ήταν να διασταυρωθούν, αμέσως άλλαζαν διεύθυνση, μα τα μακριά μαλλιά της πρόδιδαν την κίνηση.
Ήρθε και ο ψήστης, αναδουλειά το μεσοπρωινό του σεπτέμβρη, κάθισε για λίγο όρθιος από πίσω μου, τα μάτια τους έδειξαν εκείνη και μένα, ίσως και ένα κούνημα στο κεφάλι, ίσως ένα χυδαίο χαμόγελο, ο τύπος ενημερώθηκε όλη την ανομολόγητη ιστορία και πήγε για τσιγάρα.
Οι ερωτήσεις απροκάλυπτες, ξεδιάντροπες, σχεδόν κανιβαλιστικές. Το ξερα αυτό το παιχνίδι, μπορούσα να το παίξω, γιατί ο βρεγμένος τη βροχή δεν την υπολογίζει, μα εκείνες;
-από πού είσαι;
-από πάτρα. Εσύ;
-πως και από τα μέρη μας;
-έψαχνα κάποτε τον έρωτα και ήπια ένα καφέ μαζί του. Με θυμάσαι;
-είσαι με τα καλά σου; Πρώτη μου φορά σε βλέπω.
-άρα εσύ δεν έψαξες ποτέ τον έρωτα να βρείς. Δεν πειράζει όμορφη φαίνεσαι, θα σε βρούν πολλές προτάσεις.
Μείον μια, σηκώθηκε με νεύρο.
-άρα τον βρήκες. Και είχε όνομα ο έρωτάς σου ή μόνο σώμα;(χαμόγελο νίκης)
-σαν με ρωτάς μου φαίνεσαι και εσύ μικρούλα. Γίνεται ο έρωτας όνομα και πρόσωπο να μην έχει; Ακόμα και ο αυνανισμός έχει κάποιο πρόσωπο για αφορμή. Τι λες;
Μείον δύο, η νίκη καταποντίστηκε. Η λέξη θορύβησε πολλά αυτιά, λες και μόνο στο κρύωμα ο άνθρωπος τρίβεται.
-πως μπορείς και το κάνεις δίχως να βλέπεις; ρώτησε μια πραγματικά μικρούλα, γεμάτη σχέδια στον κόρφο και στην γυμνή πλάτη της.
-τα δάχτυλα έχουν μάτια από μόνα τους, και αυτιά και γέψη. Έχουν μεζούρες μέσα τους και μνήμη να θυμούνται, τα σώματα που γνώρισαν, που χάδεψαν, που σμίλεψαν την ομορφιά που πήραν τους τον κάματο.
Έχουν αυτιά που γρικούν, της σάρκας τις ορέξες, που θέλει πιότερη πίεση, διστακτικά που να βαδίσει, που κρύβεται ο στεναγμός, πώς να την ξεκλειδώσει.
-όμορφα τα λές, λες και τα σπούδασες.
-χρόνια πολλά ξοπίσω από του έρωτα τα θρανία, κάποτε αδιάβαστος, ανέτοιμος, συχνά μετεξεταστέος, βγαίνοντας εκτός θέματος, μπερδεύοντας την στίξη και την τελεία με άνω, παλιά αντιγράφοντας συνταγές, αυτοσχεδιάζοντας πλέον, νομίζω πως κάποια έμαθα και κάποια θα τα μάθω. Τώρα αν τούτα σπούδασα, σου λέω ναι, τα έμαθα στο πετσί μου.
-τι ήρθες να κάνεις εδώ; Τι σε έφερε στο νησί μας ξάνα;
-ο λόγος και η αφορμή βρίσκονται σιμά σας, καλό είναι να τους αφήσετε να τα πούν, να δούμε που θα βγάλει.
Ακόμα και οι χοντρόπετσοι κατάλαβαν πως έπρεπε να σηκωθούν, να φύγουνε λίγο πιο μακριά, αυτή να έρθει να καθίσει.
-δεν το καναν από κακό, για να με προστατέψουν ήρθαν.
-το ξέρω, κακία σε κανέναν δεν κρατώ, μα δεν ταξίδεψα τόσα χιλιόμετρα κακό να κάνω. Ένα φτιασίδι, τούτο εδώ, στα χέρια σου να αφήσω, με έναν δυό λόγους σου καλούς μέσα μου να κρατήσω.
-γιατί ξανάρθες;
-θυμάσαι εκεί, στου λιμανιού την άκρη, κάτι χωμένο, ένα χαρτί, με κάμποσες σελίδες, οι πιότερες λευκές και κάποιες γεμισμένες;
-το ημερολόγιο; Ναι το θυμάμαι, το έχω.
-θυμάσαι πως τελείωνε, η τελευταία γραφή του;
-πέρασαν τόσα χρόνια, δεν μπορώ, εσύ να μου θυμίσεις.
-σαν δεν θυμάσαι, είναι σαν να μην ποτέ υπήρξε.
-μα κάτι υπήρξε.
-που μπορεί να μην αξίζει κανείς να το θυμάται.
-με τιμωρείς;
-εμένα τιμωρώ, εσένα προστατεύω.
-από τι;
-από τη θύμηση.
-δεν σε κατάλαβα ποτέ, ούτε τώρα.
-αυτό που εσύ δεν μπόρεσες να θυμάσαι είναι ότι για μένα στοίχειωσε τότενες τη ζωή μου. Αν δεν θυμάσαι, γλυτώνω σε από την τάραξη και εμένα από την πίκρα.
-πάντα τόσο βαρειά τα έπαιρνες.
-το πάντα, δυό μόνο μέρες, όσο που σε συνάντησα, μέχρι που ξαναχάθηκα.
-ήτανε για σένανε σημαντικές οι τότε καταγραφές σου; Αν ήταν για το τετράδιο, να σε κεράσω άλλο.
-θαρρώ πως ήρθε η ώρα μου πάλι να σε αφήσω. Κράτησε τούτο, χάρισμα, να σου κρατάει παρέα και αν δεν το θεν τα μάτια του, να το πλυθείς να λυώσει, πάνω σου, ότι για σένα γένηκε και για καμίαν άλλη.
-στάσου, μη φεύγεις με θυμό, μη μου γυρνάς με λύπη. θαρρώ πως δεν την ξέχασα εκείνη τη γραφή σου, προσπάθησα να δώ για σένα πόσο σήμαιναν εκείνα σου τα λόγια. Δεν είν΄ της ώρας, έχω δουλειά, λυπάμαι που σ’ αφήνω, θες να τα πούμε αργότερα, στου λιμανιού το κάστρο, έχει ένα μπάρ εκεί καλό, που πάω και τρυπώνω, ο χρόνος εκεί ξεκόβεται κι η μνήμη μολογάει.
Σηκώθηκε, με κοίταξε, είδα μια χαραμάδα, μπορεί αυτή η μάγισσα να μου λυνε τα μάγια, πέταξε πίσω τα μαλλιά, τους πέρασε ένα βέλος, κοιτάχτηκα μα δεν έλλειπε τίποτα απ την καρδιά μου, μόνος μου το έβγαλα αργότερα και έκλεισε η πληγή του.
Οι άλλες την περικύκλωσαν, όλες ρωτούσαν να μάθουν, να σπιγουνέψουν, να της πούν καλά να με προσέξει, πως είχαν σαν και με πολλούς αναγνωρίσει, να μπλέκουν το πάθος με κακό και να τις περιφέρνει ο τρόμος.
Τα χρέη μου τα πλήρωνα και με το παραπάνω, με χρόνο και με μπλέξιμο και με πολλές σελίδες, τη μια άκρη έβρισκα και έχανα κάποιαν άλλη.
Σαν κάποτε ξεμπέρδεψα με τόνους και με παύλες και στη ζωή μου έβαλα τις άνω, κάτω τελείες, ατρόμητα και ανίκητα έκλεινα λαβυρίνθους, παίρνοντας την κάθε στοά, που έβγαζε στο τέλος και στο αδιέξοδο γυρνούσα πάλι πίσω και κάθε σπηλιά εσφράγιζα, μην πάλι ελαθέψω.
Ήταν η τελευταία μου και η πιο φαρμακερή μου, γιατί όλα προτού αρχίσουν τέλειωσαν, μπορεί και στο μυαλό μου, ας είναι δυό μέρες έδωσα και πάλι εισιτήριο βγάζω, τέτοιαν ήταν η μοίρα μου, να ερωτώ και να φεύγω.
Είδα της πόλης τα αδιάφορα που όλοι φωτογραφίζαν, από μπροστά τους πέρναγα για να περάσει η ώρα, τρώγοντας έγραφα πως όλα είχαν αλλάξει, πως μέσα μου κάτι πέτρωσε και ήθελα να το βγάλω, ένα γιατί που έμεινε αναπάντητο, που σαν γατί νιαούριζε για λίγη προσοχή και έμεινε στα αζήτητα, μες στα κλουβιά του μπόγια.

Με πήρε πως δεν ημπόραγε στο ραντεβού να έρθει, κάτι είχε αλλάξει στη φωνή, κάποια μικρή τρομάρα, να πώ ακριβώς τι ήτανε, δεν είναι η δουλειά μου, ο ανασασμός μαράθηκε και η πέτρα αποσπάσθη, του έγκατός μου το θηκί ευθύς ελευθερώθη και κάποια εικόνα της ραγίστηκε σε χίλια δυό κομμάτια.
Μπορούσα και κείνη τη στιγμή, να πάρω το καράβι και να φύγω, σαν τόσο λάθος να κανα, τώρα αναγνωρίζα.
Νύχτωνε η ώρα και ο καιρός άρχισε να αλλάζει και έδωσε τη θέση της η κάψα στον αγέρα, σηκώθηκαν τα σκουπίδια τους και χόρευαν στις γωνίες και κάποιες σταλούσες λασπερές έβαφαν τις αυλές τους, ο κόσμος μερμήγκιζε αλλόφρωνας μες στα στενά σοκάκια και οι τουρίστες έμεναν με στόμα ανοιχτό το θέαμα κοιτώντας, μια τέτοια αναστάτωση, που όμοια δεν είχε άλλη, ενώ εγώ τελείωνα τον δεύτερο καφέ μου στο μπαράκι της το υπόγειο που έπαιρνε να βουλιάζει.
-παρακαλώ σας κύριε, φύγετε να το κλείσω, άνοιξαν οι ουρανοί τις κάνουλες και έρχονται ποτάμια, είναι η περιουσία μου, ότι ακριβώς διαθέτω, παλακαλώ σας φύγετε, τα χάνω από ώρα σ’ ώρα.
Εκείνο το μικρό καφέ ήτανε στα ριζά του ενός πετρόχτιστου τριστράτου, εκεί που τα νερά συνέκλιναν, μπάζαν τα παραθύρια, έμπαζε η πόρτα και κατέβαινε χείμαρρος τα σκαλόνια, λούμπιζε το πάτωμα και εγώ έπινα τον καφέ μου.
-τι να το κλείσεις, ότι δεν σώζεται, άσε το να το πάρει, το ποταμιού η όργητα, θεά η κατασκρόφα, για να ξεπλύνει ανόσιες ενέργειες των ανθρώπω, και ας πνιγεί ότι είναι γραφτό, οι άλλοι θα γλυτώσουν.
Δεν πεθυμώ το γλυτωμό, μα και το θανατό μου, άκουσε τι σου λέω σου και εσύ αμέσως κάνε.
Σήκωσε μπρίζες και καλώδια που τρέχουν στο πάτωμά σου, σήκωσε το ψυγείο σου σε τούβλα ακούμπησέ το, κλείσε της αποθήκης σου την πόρτα με πετσέτα και άσε προς το μπαλκόνι σου την πόρτα να ανοίξει, ότι νερά και ποταμοί από τη μια να μπούνε, μην βρούνε όποια αντίσταση και από την δυό να βγούνε.
-σήκω σου άγιε και βοήθα με, δεν θα τα καταφέρω, έχω γυναίκα και μωρό κοντά τους θέλω να μαι, τουτη την τρισκατάρατη στιγμή που όλα βουλιάζουν. Πάρ’τα κλειδιά και ότι θαρρείς πως είναι καλυτέρο, κάντο μου και αν σωθείς, σε κάνω συνεταίρο.

Έφυγε και με άφησε να πίνω απ το μπουκάλι, κάποιο πιοτί πορτοκαλί, με τα ηχεία στο τέρμα.
Πολλή η βροχή, δεν ξεγελάστηκε, ήρθε κατά τα μέρη μου καρφί να με πνίξει, άτιμο θηλυκό και αυτή, από δάκρυα γινομένη, ενός αντικυκλώνα το ματί πάνω μου κεντρωμένο, το πιο χαμηλό βαρομετρικό στο χάρτη από το άτακτο φευγιό της, μα εγώ εκεί, να περιμένω ό κόσμος να χαλάσει, πιστός σε κάποιο ραντεβού, της μοίρας μου κλεισμένο, ή να σωθώ, ή να χαθώ, δεν με ένοιαζε και τόσο.
Πάνω που το ποτάμισμα ξεχύνονταν απ την μια στην άλλη, ανάμεσα σε διάδρομο από καφάσια μπύρας, είχα το πόδια μου ψηλά αράζοντας στο τραπέζι, παρέα με αράπικα φυστίκια και αιγίνης, ενώ έξωθε του μαγαζιού ακούγονταν οι κόρνες, τα σειρηνίσματα από τα ασθενοφόρα, της πυροσβεστικής τα οχήματα και συναγερμούς παρασυρμένων οχημάτων, στη θάλασσα ξεβράζονταν μαζί με πράσινους κάδους και πλαστικές καρέκλες.
Απ’ ότι αργότερα, ειπώθηκε καταστροφή σαν τέτοια, ουδέποτε ξανάζησε η πόλη ή το νησί τους, αδικαιολόγητη έμεινε, κανένας δεν αναφέρθηκε σ’ αυτή, μην πλήξει τον τουρισμό τους και στα παιδιά τους πέρασε σαν θεϊκή μανία.
Έριξε όσο νερό περίμεναν να πέσει μες στο χειμώνα σε 4 ώρες καιρό, μέχρι να βαρεθώ να φύγω. Πήρε να κόβει το νερό, ο όγκος και ο θυμός του, άρχισαν τα φρεάτια αχόρταγα να πίνουν και το περίσσιο το νερό ελάχιστο να μένει, αφήνοντας πεντακάθαρη την μιαρή την πόλη και τα λιθόστρωτα σοκάκια της να λάμπουν από τη σκόνη.
Πήρε να φορά το κοντομάνικο η απανσέληνος νύχτα και το μακρύ σαλβάρι της να μην το φυσά ο αέρας, πήρε να τελειώνει η μουσική, μαζί και η διάθεσή μου και είδα κάποια να στέκεται στης πόρτας το κατώφλι.
-όποιος και αν είσαι, φύγε από δώ, δεν είσαι καλωσήρθες, του κάτω κόσμου δαίμονα, γιατί άγγελος δεν είσαι.
-καλώς σ’ αφήνω και στον τόπο αυτό, δεν θα ξαναπατήσω, αυτό σου ζητούσα εξ αρχής, να με ελευθερώσεις και στο κρυφτούλι σου αυτό, άλλο δεν παίρνω μέρος, με έδιωξες, το έλαβα, ηρέμησε η ψυχή μου, αφήνω σε, ελεύθερος, πάλι να ανασάνω, δίχως καημό, ίσως και αν, να κουβαλώ από μέσα. Πάω, στο καλό, να σαι καλά, εσένα να προσέχεις.
-σου είπα αλήθεια πως θυμόμουνα τι έγραφες στο γράμμα, το χα προσέξει και με στιγμάτισε για κάποιες νύχτες, ώρες, μα δεν περίμενα μπροστά μου να σε ξανάδω. Με ρώτησαν, μου ζήτησαν τα σου χαρτιά να δούνε και σαν τους τα δειξα, ανοίξανε πάνω οι ουρανοί μας και μόνο σαν στη θάλασσα εβούλιαξε, πετώντας το με μανία, πήρε η αναστάτωση να σιγοκοπάζει και σε ενός τσιγάρου τον καιρό να έχει σταματήσει. Ποιος είσαι και τι θέλησες από εμέ να μάθεις;
-όλα μου τα πες, καμιάν ερώτηση δεν έχω πια για σένα. Δεν έχω χρόνο για σένα πια φεύγει μου το καράβι, άκου το που ακούγονται του μπάρκου του οι κόρνες. Κάπου εδώ αφήνω σε, κοίτα να το ξεχάσεις και μην ξαναπαίξεις με του έρωτος την άγια αδυναμία.