8.9.07

τα βρύα που στραφτάλιζαν από ήλιου φώς

Μεσοβδόμαδα. Εθνική. Επιστροφή από τη δουλειά. Μεσημέρι με γλυκό φώς αδύνατου ήλιου.
Ο δηρμύτης κάποτε με είπε «και είναι βάσανο ο φίλος που φωνάζει εκδρομή», τότε την 24 δεκέμβρη που φύγαμε για εκδρομή στο άγνωστο.
Ήταν να έρθει πολύς κόσμος, όλοι φίλοι καλοί και αγαπημένοι, στο καινούριο αυτοκίνητο που τα χωρούσε όλα και όλα τα είχε, από κονσέρβες, κουβέρτες, μαξιλάρια και το κιθαρόνι.
Όπως μαδούν οι ερωτευμένοι τα πέταλα της μαργαρίτας, κάπως έτσι έπεφταν τελευταία στιγμή οι ακυρώσεις.
Θα ρθουν οι δικοί μου.
Χρονιάρες μέρες.
Θα μείνω να ξεκουραστώ.
Θα πάτε μακρυά;
Ποιοί θα ρθουν;

Καθισμένος σε ένα παραλιακό καφέ, μετά τη δουλειά, τελείωνα ένα χειρόγραφο, ενώ το κινητό συνέχιζε να δέχεται απογοητευτικά μηνύματα.
Τελευταίος πήρα ο δηρμύτης.
-Δεν θα ρθει κανένας άλλος.
-πάμε;
-φύγαμε!
-η κόντα;
-μάλλον θα μείνει.
-έλα εσύ και βλέπουμε.

Η κόμισσα κόντα δεν είχε κανονίσει κάτι άλλο, δεν την πίεσα, ήθελε ένα καταλύτη.
-παίρνω μια μπλούζα και έρχομαι.
-δεν είναι απαραίτητο.
-να έρθω;
-να πάρεις μπλούζα.
-κάθαρμα!

Μέχρι να ρθει ο δηρμύτης κατάφερα με το δίπτυχο να δακρύσω την κόντα.
-έχεις μεγάλη εμπειρία ζωής για να γράφεις έτσι.
-τα μισά έγιναν αλλιώς και τα άλλα τα φαντάστηκα.
-μεγάλη φαντασία τότε.
-μεγαλύτερη ανάγκη κάποια να πώ και κάποια να τα διαβάσω. Έτσι η ψυχή μου ηρεμεί. Ευχαριστώ πολύτιμή μου.
-πολύτιμη γιατί;
-πάντα όταν έφτιαχνα κάτι, εσύ και οι λίγοι ακόμα και μικρό να ήταν το χειροκροτούσατε για μεγάλο και στο σκαλί που ήταν να ανέβω με σπρώχνατε στο επόμενο. Μεγάλη βοήθεια.
-μεγάλη μας τιμή.
-8.
-τι οκτώ;
-οκτώ ευρώ ο καφές, μικρό το τίμημα για μεγάλη τιμή.
-είσαι κάθαρμα!
-αν συνεχίσεις να το λές θα το πιστέψω.

Ήρθε και ο τρίτος τροχός.
-πως την έπεισες; Ήταν στο κρεβάτι. Μου πε πως θα κοιμώταν.
-κόντα ετοιμάσου για εκδρόμα, ειδάλλως έρχομαι να κοιμηθούμε παρέα της είπα και νάτη, πιο γρήγορα και από σένα.
-που πάμε;
-όπου θέλετε.
-καμιά επιθυμία;
-λοιπόν πετάω μερικές ιδέες
1.πάργα, γιάννενα και ζαγοροχώρια.
2.κεφαλλονιά, το πλοίο φεύγει σε μισή ώρα και ίσως μια βόλτα από ιθάκη.
3. ολύμπια μεριά και ενδοχώρα πελοποννήσου.
4. καλαμάτα, ταύγετος , μονεμβασιά και άστρος ναύπλιο.
-το ένα καλύτερο από το άλλο.
-τι λές;
-όλα υπέροχα, μόνο που δεν έχουμε μέρες, εσύ μεθαύριο γραφείο, εγώ εφημερίδα και η κόντα χορό και εραστές.
-άρα;
-‘αρα κάτι που να μην ενέχει τον κίνδυνο του αποκλεισμού, δηλ νησί και ψηλά βουνό όχι.
- Πελοπόννησο δηλαδή.
-ναι, είτε μέσα, είτε γύρω της.
-τόσο απλά;
-τόσο.

Η τριάδα ξεκίνησε, η εστουντιατίνα βάραγε στο κασσετόφωνο χάλκινα και κανονάκι ερμηνεύοντας σμυρναίικα, ενώ καταπίναμε τα χιλιόμετρα προς τα ολύμπια.
Στάση εδώ, στάση εκεί για φωτογραφίες, για να δούμε τις ομορφιές του τόπο, χωρίς σαφή προορισμό, σίγουρη διανυκτέρευση και εμπειρία στον τόπο.
Σκο κουρτέσι κατεβήκαμε στην πραλία για να δούμε μια έρημη παραλία με δυο ξεχασμένων τουριστών τα τροχόσπιτα που απολάμβαναν τον καφέ τους στις σκηνοθετικές τους καρέκλες απέναντι από τη θάλασσα που μώβιζε. Τυχεροί τρελοί, καλτσωμένοι με σαντάλια.

Στα ολύμπια περάσαμε απέξω από το στάδιο, πήραμε πολεμοφόδια σοκοφρέτες και νερά και τραβήξαμε προς τα κρέστενα.
Ο χάρτης που είχα στο τουτού σταματούσε στον πύργο, λές και το τέλος του γνωστού κόσμου ήταν το καταγώγι της αρβανιτιάς.
Από κει και μετά πορευόμασταν στο άγνωστο.
Η μέρα έπαιρνε να μικράινει, λίγο η απογευματινή ώρα, λίγο οι πελώριες φυλλωσιές, λίγο οι ρεματιές που κινούμασταν, το φώς ήταν λιγοστό.
Κάπου πρέπει να ξάνοιξε και μια δέσμη φωτός στραφτάλισε πάνω στα δροσερά ενός βράχο βρύα.
-καλή μου κόντα, τα βλέπεις; Κάποια μέρα στο υπόσχομαι να γράψω γι΄αυτά.
-εσύ πρόσεχε, γιατί θα διαχειρίζεσαι τις μνήμες μας.
-το είδες δηρμύτη;
-έ, ανοιχτά τα είχα τα μάτια μου, σχεδόν, αλλά είναι λίγο οι στροφές και είπα να τα ξεκουράσω.
-βρε κοιμήθηκες;
-μπροστά σου και άσε με εμένα
(γέλια, είχε ψιλογλαρώσει)


Στο σκοτάδι ξαγρύπνησε, η παρέα είχε κέφια. Τα λέγαμε πηγαίνοντας προς ανδρίτσαινα. Κάπου σε ένα χωριό πρίν, στις αμυγδαλιές νομίζω, πέτυχα με την άκρη του ματιού μου ένα ανοικτό καφενείο. Σταμάτησα. Σκοτάδι.
Η αρχόντισσα κόντα:
-γιατί;
-για τσία, καφέ και κολτσίνα.
-τι είναι η κολτσίνα;
-δεν ξέρεις χαρτιά;
-όχι, ούτε εγώ.
-αχ, σας έφαγαν τα διαβάσματα και η τέχνη. Πάμε μέσα, έχει μάθημα.

Καφενείο των 15 τραπεζιών, με λερή, ξεθωριασμένη τσόχα, καφέδες, τσιγάρα και αθλητικά στην τηλεόραση.
Μπαίνοντας όλοι πάγωσαν, μέχρι και η τηλεόραση έριξε αδιάφορες διαφημίσεις.
-Καλησπέρα, ήρθαμε. Τι γίνεστε; Χρόνια πολλά.
-μια χαρά. Εσείς. Χρόνια πολλά. Τι να σας φέρω;
-τρεις ελληνικούς μπελαλίδικους, έναν γλυκό, ένα μέτριο και ένα σκέτο, μια τράπουλα και ένα χαρτί για να γράψουμε σκόρ.
-αμέεσως.

Η ζωή στο άντρο των αντρών αναταρράχτηκε σαν είδαν την κόντεσσα κόντα, αλλά κανένα φρύδι δεν σηκώθηκε να την κοιτάξει κατάματα, τα κατακόκκινα παπούτσια της όλοι ποθούσαν μέσα τους να χωθούνε. Κανένας τυχερός, όμως εκεί.
Η κόντισσα είχε αλλού την καρδιά της στραμμένη, ταγμένη και δεν ήταν δυνατό να την ξεκουνήσεις από κει.

Το μάθημα ξεκίνησε με ξερή και έγινε πάνι, η αρρώστεια του χαρτιού μεταδιδόταν δάχτυλο δάχτυλο και πρώτος κόλλησε ο δηρμύτης, λόγω ελαττωματικών γονιδίων, καθόσον αδερφός του ελεεινού φραγγέλη.
Κατέκλεψε τη νότα, αναδείχτηκε σε μούτρο, για να μην πώ πως κάποια στιγμή είδα να φυτρώνουν γρηγορότερα το γένεια του και να γυαλίζει το μπροστινό χρυσό δόντι που δεν είχε.
Η κόντεσσα αφέθηκε να χάσει στα χαρτιά ακολουθώντας την μοιρα της femme fatale, προσμένοντας να κερδίσει στην αγάπη.

Το αστείο είναι οτι για χαρτιά που κρατούσαν το σκόρ στα τραπέζια χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια αλλοτινών καιρών και μαζί με τη βαθμολογία έβαζαν σταυρούς εκεί που έλειπαν και κερατάκια στους αντιπάλους.
Καταμεσίς του καφενείου μια γεροντική μορφή σκυμμένη μετρούσε την μοναξιά της μισοκοιμισμένος, ο παππάς του χωριού δίπλα σε ένα νεροπότηρο καφέ και δύο πακέτα μάλμπορο, γιατί είναι δύσκολες οι εποχές που οι ανθρώποι σμίγουν για να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί τις χαρές και τους φόβους τους- και τα δύο δυσβάσταχτα, σαν είσαι μόνος.
Το κλίμα ανάμεσά μας βάρυνε, καληνυχτίσαμε και συνεχίσαμε πρός τον άγνωστη πόλη,, με λιγότερη ζέση αό πρίν, ξεκομμένοι από τους αγαπημένους μας, μισή γροθιά άνθρωποι οι τρείς μας.

Φτάσαμε.
Άσπρο χωριό, έρημο από κόσμο, γιορτινές καλωδιώσεις, αγγελάκια και μουσικές από τα μαπαρωμένα σπίτια. Κανένας στον δρόμο, όπως τότε 2000 χρόνια πίσω και κάτι ψιλά.
Τα περισσότερα ξενοδοχεία κλεισμένα, κάποια τελούσαν υπό ανακαίνιση και το κοντινότερο φάνταζε πολλά χιλιόμετρα μακρυά.
Φόβος κανένας. Για μας ήταν τα δύσκολα και ο λουντέμης δίδασκε τους ήρωές του πως κανένας καλός ποτέ δεν χάθηκε, πάντα ένας μπίθρος θα τον έσωζε.
Από μια τρύπα σε ένα πεζόδρομο μοσκοβολούνταν νοστιμιές, ένα μικρό ταβερνάκι, των τεσσάρων στριμωγμένων τραπεζιών, μαζί με την κουζίνα, τον πάγκο και το πετρογκάζ, αντις κουζίνας.
-καλησπέρα και χρόνια πολλά. Να καθίσουμε;
-καλησπέρα, χρόνια πολλά. Κλειστά είμαστε, εδώ κάνουμε τη γιορτή με τα παιδιά μου, μα κάθε ξένος φιλοξενούμενος είναι. Καθίστε να μοιραστούμε το φτωχικό μας.
-μη σας ξεβολέψουμε.
-καμία ξεβολή, εσείς μην στριμωχτείτε και κακοπεράσετε, μέρες γιορτινές που είναι


συνεχίζεται...(πάω στο χωριό για γλέντι, πάλι ακύρωσες κολητήρη, από την άλλη φάπες...)

-φύγαμε από τη θαλπωρή του σπιτιού μας για να ξεβολευτούμε μπας και περάσουμε τις μέρες αυτές αλλιώς.
-Αν μας δέχεστε εμείς χωράμε, όλοι οι καλοί χωράνε και εμείς καλοί είμαστε.

καθίσαμε στο τραπεζάκι σιμά στην πόρτα, μα γρήγορα αλλάξαμε στο παραδίπλα, γιατί το χιονόνερο έμπαινε απροσκάλεστο και η ζέση της βραδιάς δεν ήταν ακόμα δυνατή για να το λυώσει
φαγητό πρώτο και ανεπανάληπτο οι χυλοπίτες με την ανάλατη μυτζήθρα, μακαρόνες με κρέας κοκκινιστό και κολοκύθια με πατάτες τηγανιτά.
Η απέναντι παρέα δυό οικογένειες, τα παιδιά της κυρα βάσως, από την τρίπολη και την αθήνα, είχαν έρθει με τα εγγόνια να δούν τους παππούδες και να περάσουν το σαββατοκύριακο των γιορτών που είχαν άδεια.
Ο αέρας έξω έπιασε να λυσσομανά, μα η σόμπα πετρελαίου είχε κεφαλώσει για καλά το κρύο. Ή τώρα ή ποτέ. Βγήκα και έφερα το κιθαρόνι.

Στο χωριό, η γιαγιά από τη μεριά του πατέρα μου επειδή έζησε την κατοχή και τις δύσκολες εποχές πρίν και μετά, είχε μάθει στη ζωή της να μην πετά τίποτα. Κάθε πόντος γής ήταν καλυμμένος από μικροαντικείμενα που έβρισκε και τα κράταγε, να τα χρησιμοποιήσει όπου η ανάγκη θα το επέτασσε.
Κάπου μέσα σε μια παλιά ντουλάπα, στα τρίβαθα ενός ραφιού είδα μικρός μια μικρή κιθάρα σπασμένη, αγορά του αδερφού της που είχε μπαρκάρει στα ξένα και κάποτε της την είχε στείλει πεσκέσι. Το καπάκι σπασμένο, οι χορδές αναμαλλιασμένες, το μπράτσο σκεβρωμένο και το χρώμα όλο μπαλώματα από την αυξημένη υγρασία. Την ζήλεψα. Την ζήτησα. Μου αρνήθηκε. Ήμουν τότενες μικρός. Κανένας στο σόι δεν ασχολιόταν με όργανα, θα ήταν καταδικασμένη σαν έφευγαν οι παππούδες στο παλιατζίδικο ή στο φούρνο.
Μετά από χρόνους 5, σαν άρχισαν τα μάγουλά μου να ανθίζουν χνούδι ξανθό, είχα την πρώτη επαφή με ωδεία και η γιαγιά δεν με ξέχασε. Το κιθαρόνι έγινε δικό μου. Στο ξυλουργείο την επιμελήθηκα, την πλάνησα, την έξυσα, την κάρφωσα, την βίδωσα, άλλαξα το καπάκι της, την πέρασα και λούστρο, έγινε σαν καινούρια, μόνο τα αρχικά του πρόγονου στην πλάτη της δεν έσβησα, να θυμάμαι πάντα το χάρισμα.
Αυτό το κιθαρόνι με συντρόφευε σε πολλά ταξίδια και ένα από αυτά και τούτου. Χωμένο κάτω από πράγματα, οι άλλοι μην το δούνε, το ανέσυρα γρήγορα γρήγορα μην πουντιάσω και μέσα στην μικρή ταβέρνα έκανα είσοδο.
-αν δεν έχετε αντίρρηση, σαν αποφάγουμε, να πούμε κανα τραγουδάκι.
-για δές, με τούτο λές να στηθεί γλέντι;
-δεν είναι του μεγέθους του η χάρη, είναι της παρέας η ζωντάνια και του δουλευτή το παίξιμο. Πείτε μου ένα τραγούδι, να αρχινίσουμε με το καλό.
πήρα κόκκινα γυαλιά, ζήτησε μια ομορφογέλαστη μητέρα της παρέας και συνομοτικά ανταλλάξαμε οι τρείς ματιές, ήταν δικοί μας. Σαν ζήτησαν την περιμπανού για δεύτερο, τους λάτρεψα και η γραία ταβερνιάρισσα χαμήλωσε τη φωτιά, μιας και εκεί μέσα θα γινόταν κλίβανος σε λίγο.
Θυμάμαι μόνο πως ξεκινήσαμε στο μικρό κατώι που η μοίρα το φερε να γενεί ταβέρνα 9 άτομα και τέσσερα μικρά, τα μικρά πήγαν για ύπνο αργότερα και από το κέφι και το τραγούδι το ταβερνάκι άρχισε να γεμίζει, περαστικοί ντόπιοι, γείτονες που μαγεύτηκαν, που ορέχτηκαν να εκκλησιαστούν μαζί μας, να συμφάγουν, να αναντρανίσουν με λόγια δοξαστικά.
Τι ρίτσος και ελύτης, καββαδίας και τριπολίτης, μαρκόπουλος και χατζιδάκις, βάλε δύο και τρείς μερίδες χατζιδάκι, όλων μας αγαπημένος, κραουνάκης και όλη η παρέα που ζύμωσε τις πρώτες μνήμες μας
Έπιασε δουλειά ο ψάλτης του χωριού, ο τάσος, σαν ακούστηκε ο θεοδωράκης να μελοποιεί το άξιον εστί, χωρίς όργανό, μόνο φωνή και τα χριστούγεννα έχασαν το κόκκινο χρώμα της γιορτινής κοκα κόλα σε μια πιο πηγμένη απόχρωση σκοτωμένου αίματος και ανάτασης μαζί, μέσα από τραγούδια της φυλής.
Η ώρα μια τα ξημερώματα, ανήμερα χριστουγέννων, το τοπίο απέξω κάτασπρο σκοτάδι στολισμένο, το τραπέδι φορτωμένο κεράσματα από κρασί μπρούσκο που πιναν και οι ίδιοι και κεφτέδες που ψηνε κατά παραγγελία κέρασμα των χαρούμενων διερχομένων.
-για πού είστε απόψε;
-δεν έχουμε κλείσει ακόμα, κάτι θα βρεθεί.
-τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Δεν θα βρούμε τίποτα. Μια στιγμή, κυρα βάσω το τηλέφωνο.
Πήραν όλους τους γνωστούς στο χωριό και μετά στο παραδίπλα, πουθενά, όλα κλειστά ή κλεισμένα. Το τελευταίο ενδεχόμενο ήταν να κοιμηθούμε στρωματσάδα στην ταβέρνα, κανένα πρόβλημα από μας, μα δεν θα άφηναν οι ευχαριστημένοι να κακοπάθουμε.
Βρέθηκε μετά από παρακάλια ένα σπίτι, με ένα δωμάτιο άδειο καναδυό χωριά παραπέρα, στην ερημιά, που θα ας περίμενε ο ιδιοκτήτης σε μια στροφή να μην λαθέψουμε και χαθούμε.
Φιλιά και ευχαριστίες πολλές. Δεν μας άφησαν να πληρώσουμε το παραμικρό, ήμασταν για αυτούς το εορταστικό πρόγραμμα, ήταν για μας τα παιδιά του ξενίου διός.
Χωρίσαμε για λίγες ώρες ύπνου και δώσαμε ραντεβού την επομένη για καφέ στο καφενείο του χωριού.
Το λευκό του δρόμου υπνωτιστικό και το αυτοκίνητο να παρασύρεται σε ελιγμούς καλλιτεχνικού πατινάζ, πάνω σε πεταλούδες χιονιού που μετατρέπονταν σε γυαλιστερό καθρέφτη κακώς κούρνιαζαν στην βρεγμένη άσφαλτο.
Φτάσαμε. Το δωμάτιο μας περίμενε ζεστό, τρίκλινο με ένα κολοριφέρ που και οι τρείς καβαλήσαμε να ζεσταθούν τα σώψυχά μας, ενώ στα κρεββάτια ήταν απλωμένος δια τρία ο γιούκος της οικοδέσποινας με τις κουβέρτες, τις μαντανίας και τα παπλώματά της.
Οι καλοί ποτέ δεν χάνονται, έλεγα και ο δηρμύτης με την κόντα είχαν αρχίσει να το αποδέχονται.
Ο ύπνος ήταν δύσκολος γιατί τα γέλια, τα νευρικά δεν μας άφηναν, τους φόβιζα για εγκληματίες κανιβάλους που έστηναν πανδοχεία στο πουθενά και οι επισκέπτες ποτέ δεν εγκατέλειπαν το μέρος από τον δίπλα λάκκο.
Ο ξυπνητός ήταν πιο περιπετειώδης, μιας και η κόντα είχε συνηθίσει λούσα, πολυτέλειες και τουλάχιστον κλειδί στην πόρτα από μέσα. Μιας και δεν υπήρχε σφήνωσε μια καρέκλα, γνήσιο τέκνο των γουέστερν και πέσαμε για ύπνο.
Από τα πολλά κεράσματα η κύστη μου δεν άντεχε το πρωινό ξύπνημα και ακροπατώντας όδευσα προς ξαλάφρωσην στην εξωτερική τουαλέτα. Μετατοπιζόμενη η καρέκλα, με τον ανεπαίσθητο ήχο που έκανε απομακρυνόμενη πάγωσα σύγκορμος σαν άκουσα τον εφοδεύοντα λοχία να κραυγάζει μέσα από τον ελαφρύ της ύπνο τις ει;
-Κόντα μου ηρέμησε , εγώ είμαι ο κώστας, ο φίλος σου, στην τουαλέτα ήθελα να πάω, αλλά τώρα δεν χρειάζεται, μόνο να αλλάξω φόρμα γιατί την μούσκεψα από το φόβο μου.
το επόμενο και κανονικό ξύπνημα ήταν το πρωί, αρκετά νωρίς ώστε να προλάβουμε τον εκκλησιασμό στην μικρή, πετρόχτιστη εκκλησιά του χωριού.
Όλα είχαν πάει καλύτερα από κάθε προσδοκία, ήμασταν καλά και αγαπημένοι, με μια ιστορία εκδρομής στις καρδιές μας μέσα.
Περάσαμε από τον ναό του επικουρείου απόλλωνα που τελούσε εν αποκρύψη μέσα σε πετάσματα ομίχλης και ψιλόχιονου.
Στην ανδρίτσαινα ο τάσος μας περίμενε στο καφενείο και αφού μας κέρασε και πάλι τους καφέδες μας ξενάγησε στο λαογραφικό μουσείο και στην βιβλιοθήκη του χωριού, κατά προσωπική του παράκληση για έμας, από τις παιδικές του φίλες που διαχειρίζονταν τα δύο πολιτιστικά κέντρα.
Ήταν όλα απολαυστικά και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, οι πρώτες και σπάνιες εκδόσεις από λογής βιβλία, αξιόλογες εκδόσεις και όγκο σημαντικών χειρογράφων του καιρού της επανάστασης, ενώ οι ενδυμασίες μας ταξίδεψαν σε πιό δύσκολες και φαντεζί εποχές.
Η αναχώρηση από το μικρό παρίσι της ηλείας συνοδεύτηκε από έντονη συγκίνηση και υποσχεθήκαμε ότι κάποια φορά θα ξανανταμώναμε για περισσότερες και καλύτερες στιγμές.
Η μόνη μουσική υπόκρουση που ταίριαζε με το ηλιοβασίλεμα και τη διάθεσή μας ήταν το ρέκβιεμ του μότσαρτ που έπαιζε στο repeat σε όλη τη διαδρομή χωρίς να πολυμιλάμε. Πολλές εικόνες, αληθινή επικοινωνία, ομόλογοι άνθρωποι, ωραίο ταξίδι.

Ο δηρμύτης όταν έπιασε φωτιά γύρω από την ανδρίτσαινα με έπαιρνε τηλέφωνο.
Καίγεται η ιστορία μας, οι αναμνήσεις μας, η υπόσχεσή μας. Σίγουρα με μουσκεμένα μάτια.
Το ξερα. Δεν μπορούσα να σηκώσω το τηλέφωνο. Δεν σβήνονται οι φωτιές με δάκρυα.
Δεν μιλήσαμε από τότε με την κόντα, ούτε και τον δηρμύτη, για το μέρος. Η φύση δεν εκδικείται, μόνο ξεπληρώνει, αντιδρά στην πίεση που ο άνθρωπος της δημιούργησε.

Αν το χώμα δεν χαθεί, μακρυά από αναδασώσεις, θα βρεί τον δρόμο της και η υπόσχεσή μας στους εκεί ανθρώπους δεν θα αθετηθεί, αρκεί να χτυπήσει κάποιος το καμπανάκι. Μια ανάσα να πάρει και πάλι θα γιγαντωθεί. Αυτή είναι η δουλειά της και την ξέρει καλά

Τα βρύα τότε στραφτάλιζαν από ήλιο, πάνω σε βράχια και κορμούς, χρώματα και αρώματα σκορπώντας. Να τα περιμένεις όλα ξάνα, σαν τα κυκλάμινα κάθε φθινόπωρο, από το πουθενά σε δύσβατα μονοπάτια φυτρωμένα.

Η φύση δεν μάχεται, ούτε αντιμάχεται, μπορεί να νομίζεις ότι κερδίζεις τη μάχη κακέ μου, μα τον πόλεμο δεν τον χάνει. Και μόνο η κατσαρίδα που λένε μόνο να μείνει, η φύση και πάλι κερδισμένη θα ναι, το καταραμένο χέρι όμως και ο νούς; Ευχή μου και κατάρα μου, ποτέ μην γίνετε λίπασμά της.

12 σχόλια:

  1. ταξιδιάρικη πένα έχεις. μελάνι με φτερά...περιμένω τη συνέχεια, μελιστάλακτε άνδρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανόθευτη, αβίαστη γραφή..περιμένω κι εγώ τη συνέχεια
    Τι μου θύμισες με τον Μπίθρο; Μα απ΄όλους τους ήρωες αυτόν θυμάσαι;
    Ωραίος πάντως με τα κουτσούβελά του.
    Καλή Κυριακή να 'χεις, και όχι μόνο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευτυχώς δεν άργησες.Ήθελα να δω πότε τα είχες επισκεφτεί αυτά τα μέρη, και η φύση ήταν ακόμη ανέγγιχτη. Μα όπως λες,εκείνη βρίσκει πάντα το δρόμο της.
    Μακάρι να συνειδητοποιούσαμε κι εμείς,πόσο κομμάτι της είμαστε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. καλό μου ρόδο
    μια η ιστορια, πολλές οι συνέχειες
    κάπου εδώ, κάπου εκεί,
    πότε μόνος, πότε με παρέα,
    η ιστορία πάντα κάτι έχει να πεί,
    για κάποια ψάχνει και είναι η επικοινωνία και η ομορφιά.
    πολλές οι πένες της ζωής μου, οι περισσότερες σε άργανα και μια μοντ μπλάνκ που περιμένει στο κουτί της αχρησιμοποίητη,
    γιατί τα λόγια δεν νοιάζονται για τον περιέκτη του μελανιού.
    μελωμένα φιλιά από πάτρα

    καλό μου σύγνεφο
    ο μπίθρος είναι ο ήρωας, στα ζόρια να χεις χαμόγελο και στην ανάγκη ήθος.
    πλασμένος με ουράνια υλικά, σαν η καρβουνίθρα με το μεγαλύτερο ειδικό βάρος, σκέτος έβενος σε χρώμα και αξία, πανάξιος για φίλος, βατήρας για τα ψηλά και δίχτυ για την πτώση.
    μπίθρος αγαπητή μου.
    είναι τρία χρόνια πρίν το χέρι οπλισμένο με τιμόνι και τοξευμένο μακρυά, αρκετά μακρυά να βλέπω την αφετηρία και μια νοητή κλωστή να με ενώνει με το σημείο φυγής και να παρακαλώ το νήμα μην καλέσει και αναγκαστώ να μην σηκώσω το ποτήρι, πίσω μου να μιλήσω.
    τα λόγια που δεν λέγονται κατατρέχουν πιο δυνατά και από τα φαντάσματα τα ίδια. η φύση αναλαμβάνει τα ηνία και βρίσκει το δρόμο της. γι΄αυτό είμαι σίγουρος, το ξέρω, το χω σπουδάσει, το χω δεί να συμβαίνει. τα έρημα τα λόγια είναι το θέμα, σαν δεν βρίσκεται το στόμα να τα ξεστομίσει, να απαντήσει, να λυτρώσει, να ξεμπερδέψει, να ελευθερώσει.
    και τα ταξίδια πάντα κάτι τέτοιο λένε, είτε απομακρύνονται από κάτι, είτε ψάχνουν για κάτι.
    όπου κάτι=τα πάντα.
    φιλία συγνεφούλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ούτε και οι κοπέλες (κατσαρίδες) μένουν, άστα, μύθος είναι..

    Με άρεσε η ιστορία, με θύμισε ένα χειμώνα που φύγαμε από την γριά πόλη 3 κοπέλες (κορίτσια, ουχί κατσαρίδες!) και πήγαμε με νοικιάρικο αμάξι Μονεμβάσια και στην επιστροφή χαθήκαμε ορεινή Αρκαδία και βγήκαμε σ ένα χωριό σκεπασμένο με χιόνι, Χρυσοβίτσι θαρρώ πως το λέγανε και μπήκαμε στο καφενείο να πιούμε ζεστό καφέ και να πάρουμε χάρτες για το δρόμο κι εγώ έστριβα τσιγάρα και μου 'λεγε η φιλενάδα " μη μαρή, μην στρίβεις εδώ, είναι χωριό".

    Ευχή και κατάρα, ναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. εξ ιδιότητος μιλώ:

    αν όχι στα χωριά καλό μου, που νομίζεις οτι παράγονται τα χορτάρια;
    σουρτούκα και εσύ;
    που ήσουν μεσοβδόμαδα όταν χαθήκαμε στο παναχαικό;
    έλειπες άλλη μια φορά.
    δεν πειράζει, εμείς φάγαμε ζυμωτο ψωμί της κερασομαλλούσας και γεμιστές πιπεριές σε μαυροτήγανο από μένα.
    όχι μωρε, δεν έχασες και τίποτα. μπα, καλά έκανες και δεν ήρθες.
    γαμάτο το χρισοβίτσι, αν και προτιμώ τα τρόπαια.

    μόνο κατάρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. θα ξαναγίνουν οι εκδρομές φίλε,
    ξανά και ξανά,
    πιο όμορφες από άλλοτε,
    πίστη και αφοσίωση

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. θα ξαναγίνουν, σίγουρα,
    πιό όμορφα, μα λίγο πιο θλιμμένα.
    ξανά και ξανά, με διαλεχτή παρέα, φαγί και πιοτί και διάθεση για πανηγύρι.
    είσαι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. πανυγύρια ακούω,
    κόψε στίγμα, αζιμούθιο και ρότα
    βάλε συντεταγμένες,
    άναψε φουφου,
    και βγάλε το μπρούσικο απ' το κελάρι
    λέει ποτέ όχι η πουτάνα στο γαμήσι;
    χαχα
    τις καλημέρες στο νότο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. αντί να βγάλουμε το κρασί απ΄το κελάρι,
    δεν έρχεσαι λέω εγώ που θα χουμε τρύγο το σαβ μετά τις εκλογές, να μαζέψουμε τα νέα και να πιούμε τα παλιά;
    σου επιτρέπεται μέχρι και γονυπετής να ασπαστείς την κάνουλα με ένα αναερόβιο αλκοολικό φιλί-ρούφηγμα.

    με την κερασομαλλούσα γελούσαμε για μέρες, το πιο ζωντανό, σπαρταριστό σχόλιο μου.
    να το τιμήσουμε βρε αδερφέ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. κρατώ το σχόλιο και το κάλεσμα,
    την άλλη βδομάδα ονοματίζω το κοριτσάκι μου, τη Σοφία μου,
    -έτσι θα τη λένε- από δω και μπρος
    αντιστρέφουμε;
    την Κυρ στις 5 στον Προφ. Ηλία
    τι λες για μια βόλτα με την κερασομαλλούσα;

    πι-ες: δεν ξεχνώ το γαλλικό φιλί με την κάνουλα, το 'ταξες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. η κερασομαλλούσα θα ξεμπερδεύει με την εξεταστική, εγώ θα βοηθάω τους δικούς της με τον τρύγο, τη δευτέρα δουλεύω κανονικά και απέχουμε μόλις 700 χιλιόμετρα πήγαινε και άλλα τόσα έλα,
    είχα τάξει να πάω στην παραμυθιά σε φίλους, άρα υπάρχει μια πιθανότητα να περάσουμε για ένα γειά και ένα έως 150 φιλιά στη μικρή μέλλουσα νεοφώτιστη σόφι.
    αν δεν μας φτάξει ο χρόνος, εν ευθέτω καιρώ θα ανταμώσουμε στα μέρη σου.
    ειλικρινά πολύ θα το θελα και μας τιμάς με την πρόσκλησή σου.

    αντι πι ες. όσο για το γαλλικό φιλί, μόνο με γαλλικό κλειδί θα σε εμποδίσω να το αδειάσεις.
    χαχαχαχα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή