13.9.07

πάμε μια βόλτα εδώ γύρω;

-Έλα μου.
-Να 'σαι έτοιμη.
-Πότε;
-Σε μισή ώρα θα είμαι σπίτι.
- Για πού;
-Πότε είχε αξία ο προορισμός;
-Να ξέρω καλό μου τι να φορέσω, βουνό; Θάλασσα; Εκδρομή; Βόλτα; Καφές; Τι έχεις στο νού σου;
-Ψήσε μια πίτσα, βάλε τυροπιτάκια, σπανακοτέτοια και βάλε μποτάκια για υψόμετρο.
-Για πόσους;
- Οι δυό μας, γιατί οι ζωές των άλλων αρχινούν το Σάββατο και λήγουν την Κυριακή. Τι λές; Είναι τα έλατα δελεαστικά για σένα;
-ουι ουι!

Αφήσαμε το σταγονοαυτοκίνητο στο σπίτι και πήραμε το τρακτερωτό.
Κινήσαμε προς χωριό. Οδηγός η κερασομαλλούσα. Γεμάτο το ντεπόσιτο με μπετζίνα, κάργα στα σούπερ οκτάνια.
-Από ποιό δρόμο;
-Αριστερά, ευθεία, απέναντι στον κόμβο, στο ποτάμι ευθεία, στη νεροτριβή αριστερά και μετά όλο πάνω.
-Πάνω που;
-Στο βουνό.
-Μέχρι πού;
-Ώσπου να χαθούμε.
-Ωραία μετά ξέρω και εγώ.

Ο ήλιος από τη δουλειά στο σπίτι ήταν γλυκύτατος, την περασμένη Πέμπτη.
Ο καιρός δροσερός, η μέρα φθινοπωρινή, τα πρώτα κρύα απότομα έκαναν την εμφάνισή τους μετά την παρατεταμένη ζέστη, τον καύσωνα, τις πυρκαγιές και την απόγνωση.
Τα σκούρα σύγνεφα μετέφεραν μιαν υποψία βροχής και δεν άντεχα άλλο τις ανέλπιδες εικόνες.

Ελάτια, πεύκοι, φρύγανα, κουμαριές, λιθόκτιστα γρέκια ψηλά χωμένα στον κόρφο του βουνού που στοίχειωνε από παλιά τα όνειρά μου.
Ο παναχαϊκός.
Η μάνα μου από 'κεί, στο τελευταίο σπίτι του τελευταίου χωριού ανεβαίνοντας στην κορυφή του.
Τόσα καλοκαίρια στις πλαγιές του,
στις στέρνες και στις ρεματιές, παρέα με βατράχια, κατσίκια και ιστορίες για ξωθιές, νύμφες, καταραμένες νύφες, αντάρτες και θαύματα. Όλα ανακατωμένα στο παιδικό μυαλό, όλα σχεδόν ξεκαθαρισμένα στο ενήλικο μου πλέον.
Η κερασομαλλούσα οδηγούσε, δικό της το μικρό θηρίο, μόνο που ενώ ήξερε από καλό λάδι, μιας και ο πατέρας της διέθετε ουφ ολίγες ρίζες, στο καψερό δεν είχε στάξει σταγόνα 30-10 και από τα μέσα της διαδρομής σταμάτησε να βήχει λευκό καπνό, μιας και το 'φαγε όλο του σαν καλό μαντηλάκι.
Θα έδειχνε αν μέναμε στο βουνό με κολλημένο όχημα ή θα γινόταν πυροτέχνημα σε καμιά ανηφόρα.
Αεράκι δροσερό φυσούσε στις στροφές του βουνού, σαν εγκαταλείψαμε την άσφαλτο και διαβήκαμε το κατώφλι της ελάτης.

-1100 μέτρα υψόμετρο, αναφώνησα μεγαλόφωνα κουνώντας το κεφάλι, σαν σύγχρονος ταχυδρόμος που επινόησε τις μεταφορές.
Τα δέντρα έστεκαν πυκνοφυτρωμένα, δασωμένα σε δυό τρείς ορόφους, με πιτσιρίκια έλατα, χαμερπή σαν τον φραγγέλη, με διχαλωτούς κορμούς, σπασμένα μπράτσα από τον άνεμο, παρασιτικούς κισσούς μπλεγμένους στην κόμη τους και απροκάλυπτα επιδεικνύοντας τα φαλλοειδή αναπαραγωγικά τους όργανα, τους εν στύση θηλυκούς κώνους τους, κοροϊδεύοντας τον βοριά για παλαιομυθικές του αμαρτίες.

Ο τόπος μοσκοβολούσε ρετσίνι και θυμάρι, από πληγωμένους κορμούς και ρέμπελους θάμνους, κακαρέτζες από γιδοπρόβατα και νοτισμένη γή κάτω από τις ελατοβελόνες.
Ο παναχαϊκός δεν είναι στέρφος από ζωή, φιλοξενεί πολλά μαντριά στην άκρη του πουθενά, εκτατική κτηνοτροφία, με απέραντες πλαγιές να δοκιμάζονται τα κερασφόρα δίοπλα σε ορειβατικούς ισορροπισμούς πάνω από το χάος, σε πετροκυλήματα, σε μεγαλοπρεπείς επιβάσεις με θέα, βρε και ο ίδιος ο πάνας να βαυκαλίζεται βλέποντάς τα να σμίγουν και να ενώνονται βουκολικώς.
Ταχύτητα πρώτη, 4επί4 μετάδοση στους τροχούς και οι ανηφοριές γίνονταν ανώμαλες ευθείες.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στο σταυροδρόμι. Το τέλος του γνωστού μου κόσμου, ως εκείνη τη στιγμή, από κεί και πέρα το άγνωστο.
-Να γυρίσω;
- Ας αλλάξουμε θέσεις.
Ο καπετάνιος πήρε το τιμόνι και διάλεξε την πιθανότερη διαδρομή για να χαθούμε. Τι μας ένοιαζε;

Φαγητό είχαμε μπόλικο και στη χειρότερη των περιπτώσεων η κερασομαλλούσα εθεωρείτω εκλεκτόν έδεσμα. Και θα την τιμούσα, αυτό να λέγεται!
Μεγαλόπρεπες κορυφές, απύθμενα φαράγγια, αιωνόβια δέντρα, ρόμπολα κατακεραυνωμένα από θυμούς διός, πηγές περιχαρακωμένες
από ποτίστρες ζώων και χειροποίητες κουρούτες για κρήνες των ανθρώπων
Η διαδρομή άρχισε να γίνεται από ενδιαφέρουσα έως επικίνδυνη, αλλά το μικρόβιο του φόβου απουσίαζε από το σώμα του καπετάνιου, ενώ η καρδιά του μούτσου είχε γίνει φρέσκο ψάρι σε απόχη, δηλαδή η κερασομαλλούσα ήτω τρομοκρατημένη, με εμφανέστατα τα χτυποκάρδια στα μηνίγγια όχι για την πάρτη μου, αλλά για τις περιπτώσεις που οι ρόδες έγλυφαν το φρύδι του δρόμου.
Δεν υπήρχε κίνδυνος κανένας, μεταξύ μας το λέω, ούτε καν όταν συναντήσαμε μια μικρή φυτεία από «καλαμπόκια» πίσω από συρματόπλεγμα.
-Τι καλλιεργούν εδώ πάνω; ρώτησε το αγνό και αθώο πλάσμα.
-Κανναβόσιτος, είναι μια καινούρια ενεργειακή καλλιέργεια, την τρώς, την πίνεις, την ντύνεσαι και σε χορταίνει.
-Ενεργειακή για ποιο λόγο;
-Γιατί σε ταξιδεύει!
-Δεν με κοροϊδεύεις;
-Σου 'χω πεί ψέματα ποτέ;
-Πολλές φορές.
-Αυτές δεν πιάνουν, ήταν μέχρι να σε παντρευτώ, ο έρως δικαιολογεί πολλά τερτίπια.
-Μα μου λές και τώρα. Δεν πλησιάζεις να βγάλω καμιά φωτογραφία;
-Άσε καλύτερα, γιατί μας βλέπουν, χαιρέτα και φύγαμε.

Τα έλατα αντάλλαξαν τη θέση τους με τα αγκάθια
και τα φρύγανα, ενώ οι πέτρες ήταν μπολιασμένες με λειχήνες και βρύα όσες έκαναν κούρμπα στη ράχη τους, ενώ στις πιο άγριες ξέσματα μαλλιού από φαγουρισμένα ζώα έμοιαζαν με αριόφυτες μπαμπακιές.
Έπαιρνε να νυχτώνει και όντως ήμασταν εκεί για όπου ξεκινήσαμε, σχεδόν χαμένοι, στον παιδικό μου γίγαντα, στο πατρικό βουνό μου.

Χωρίς χάρτες και κατζιβλίκια gps και τα ρέστα, είπα να αφήσω την δυναμική ενέργεια να με προσανατολίσει.
Η κορυφή του βουνού ήταν το οροπέδιο, το πρασούδι, με το ρημαγμένο καταφύγιο. Από κεί ήξερα πώς να κατέβω και από τους δύο τους δρόμους.
Ο άλλος ήταν πιο σίγουρος, ακολουθώντας τον δρόμο πίσω που σαν σύγχρονος θησέας είχα αφήσει μέχρι κάποια στροφή το λευκό ίχνος της εξάτμισης και πιο σίγουρα, τα τέσσερα τραχτερωτά πατήματα, αλλά δεν μου 'κανε καρδιά να δηλώσω αποτυχία και να γυρίσω με σκυμμένο το κεφάλι.
Η Τρίτη επιλογή φάνταζε η πιο εύκολη, όλο προς τα κάτω, πυξίδα εκεί που συγκλίνουν οι χείμαρροι και τα ρέματα και κάποτε θα φτάναμε στη θάλασσα.
Μέσα μου με τριβέλιζε το όνομα του σαλονικέα χέρκιουλη και είπα να πάρω τον δρόμο τον δύσκολο, την ανηφοριά.
Δύσκολος δρόμος και σίγουρα όχι της σύνεσης, ούτε της σωφροσύνης.
Σε απέναντι πλαγιές βλέπαμε που και πού φωτάκια από στάνες, κάποιες και απέναντι πάνω στη ναυπακτία.
Ένας παράδρομος μας έβγαλε σε ένα χωριουδάκι
-σωθήκαμε, πρέπει να σκέφτηκε το κόκκινο κεφάλι, μα γρήγορα αγριέψαμε σαν είδαμε πως ήταν πιο έρημο και από ασπαλαθούπολη του τέξας, μετά από τυφώνα, ίσως και τύφο.
Για να 'χουμε να λέμε φεύγοντας σταμάτησα στην τρύπια από βόλια πινακίδα και κάτωθεν της ήταν παρατημέν
ο το πιο μπλέ ποδήλατο δίχως να έχει σέλα.
-Πάτα το να φύγουμε, έχει πιαστεί η ψυχή μου, με παρακάλεσε και εγώ σε τέτοια δεν αστειεύομαι, σιγά σιγά με πρώτη, απομακρυνόμουν και την έσκιαζα σε κάθε σκιά που συναντούσαμε.
Ένα παιδί, ένας περαστικός
-Μη σταματάς, μη χαιρετάς, πάμε να φύγουμε, έχω κακό προαίσθημα.
-Είσαι μαζί μου, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα μαζί σου.
-Καλησπέρα, για θάλασσα πως πάνε;(στην κορυφή του βουνού λέμε τώρα!)
-Δεν μιλάω!
Ένα παιδί με το πιο ανέκφραστο πρόσωπο που έχω δεί ποτέ μου, πιο απόλυτο και από μαθηματικό αξίωμα, σκληρό, δουλεμένο, τα χρειάστηκα για να πώ την αλήθεια.
-Για πάτρα; Για καμιά πόλη; Ξαναρώτησα, ενώ πατούσα λιγά σιγά το γκάζι.
-Δε μιλάω, δεν μιλάω ελληνικά, ακούστηκε να λέει ενώ χανόμασταν σε μια γούβα με νερό.
Περάσαμε στην άλλη πλευρά, το πάτησα, χαθήκαμε από το χωριό και για τα καλά στο όρος.
-Και τώρα;
-Μη φοβάσαι, να ξερες πόσες φορές έχω χαθεί εγώ, για να μην σου πώ πως μέχρι στιγμής είναι τόσες, όσες έχω βρεθεί επίσης, αλλά που να σπάσεις την έκφραση του πραγματικού φόβου από το πρόσωπό της.
Για λίγη ώρα είχαμε ψιλοκουβεντούλα ενώ απέφευγα τα γκρεμνά και τις πεσμένες κοτρόνες παγίδες.
-Άλλη φορά θα ακούω τη μάνα σου, που μου τα ‘λεγε, να του βάζεις πουλάκι μου μυαλό, γιατί αυτό δεν έχει, δώσ’ του ευκαιρία να χαθεί και πετά τη σκούφια του. Δεν έχει πάλι τζιπάκι, από δώ και πέρα, μόνο όπου πάει το κουβαδάκι σου.
-Έλα τώρα υπερβολές, αφού ακόμα δεν έχει ειδοποιήσει την ΕΜΑΚ ποτέ για μένα! Είδες που ψεύδεται και είμαι και σπλάχνο της..
Στην ερημιά του πουθενά βρισκόμαστε σε ένα άλλο σταυροδρόμι, το τελευταίο μας για κείνο το βράδυ.

-Πατημένος δρόμος, πρόσφατα ίχνη, από ντάτσουν, όχι βαρειά φορτωμένο, αγροτικό, χρώματος μπλέ
-καλά με κοροϊδεύεις; Που το βλέπεις το χρώμα;
-ρε στα βουνά όλοι βασιλικοί είναι, άντε στην καλύτεροι νεοδημοκράτες. Μπλέ ρε, άκου με. Αφού πήγα και στρατό, ξέρω από αυτά.
- Μα ήσουνα ταχυδρόμος! Δεν είχες καν όπλο!
- Ναι, αλλά οι ταχυδρόμοι είμαστε το πιο μάχιμο σώμα, στις πρώτες γραμμές, τεχνικές απόκρυψης και ανίχνευσης δεν μας είναι άγνωστες λέξεις. Σου χω πεί ποτέ ψέματα;
-οδήγα και βλέπουμε, κομάντο!
Πήρα τον δρόμο τον φαρδύ, μας έβγαλε σε μια στρούγκα.
Φώς από μέσα.
Ψυχή απ’ έξω.
-καλησπέρα.
Μπιπ
-εε χριστιανοί, καλησπέρα.
-δεν ακούνε.
-Λες να μην είναι ζωντανοί;
-ΣΤΑΜΑΤΑ! Φοβάμαι σου λέω.
-Εγώ το είπα για να είμαστε έτοιμοι για παν ενδεχόμενο.
Πήρα στροφή, δίπλα σε ένα λαντ ρόβερ υπήρχε αραγμένο ένα μπλέ νισσάν, αγροτικό. Δεν είπα τίποτα, δεν το τόνισα για να δρέψω δάφνες, αρκετά πετυχημένος ήμουν και εδώ όπως και γενικότερα στη ζωή μου. Δε χρειαζόμουν άλλα χειροκροτήματα και χειροφιλήματα, με μια κίνηση του χεριού μου έκοβα κάθε ένδειξη σεβασμού και ενθουσιασμού προς το πρόσωπό μου, εδώ και χρόνια.
Μέχρι να ολοκληρώσω το στιγμιαίο αυτό όνειρό μου, με μένα όπως πάντα αρχηγό-πρωταγωνιστή, μια καλή κυρία εξήλθε του καλυβίου.
-καλησπέρα καλή κυρία. Μην ξέρετε πώς να βγούμε στην άσφαλτο για πάτρα;
-χαθήκατε ε; χαθήκατε;
-ε ε, όχι ακριβώς..
-μην τον ακούτε καλή κυρία, καραχαθήκαμε.
-κοπιάστε να σας φιλέψουμε.
-μην σας βάζουμε σε κόπο, απλώς πείτε μας τον δρόμο και πολύ σας ευχαριστούμε.
-μια στιγμή να ρθει το αφεντικό μου. Ε ε αφεντικό, σίμωσε έξω.
Βγήκε ο άντρας της, μάλλον έξω, κρατώντας ένα μαγκούρι. Με θερίο μουστάκι. Σίγουρα μέσα θα είχε φωτογραφία της Φρειδερίκης και του Παύλου.
-εύκολος είναι ο δρόμος από δώ και πέρα, ελάτε να πιούμε κάτι να ζεσταθείτε λίγο.
-σας ευχαριστούμε , είπαμε και οι δύο μα πρέπει να επιστρέψουμε. Έχει βραδιάσει, μα όταν σκέφτηκα πως μπορεί να τους προσβάλαμε με αυτή μας την άρνηση, κατεβήκαμε για ένα καφέ.
-Ρε με πέδιλα είσαι ποδημένος; Ήρθες με σόρτς στο βουνό;
-ξέρετε ήρθαμε κατευθείαν μετά τη δουλειά και ..δίκιο έχετε, με τσάκισε το κρύο.
-Πούθε είστε;
-από πάτρα και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα, χαθήκαμε και πήρα τον δρόμο για το πρασούδι.
-καλά πάτε, αλλά ο δρόμος είναι κομμένος λίγο πιο πάνω, ούτε κατσίκι δεν περνάει.
-ελάτε όλοι μέσα να σας φιλέψουμε τίποτα, είπε η κυρά του και την ακολουθήσαμε.
Έκανε ψοφόκρυο και τα σύγνεφα είχαν κρεμάσει για βροχή, για να μην πώ πως μάλλον ήμασταν μέσα στο σύννεφο. Είχαν ανάψει το τζάκι και στο τζουκάλι είχαν πρόβειο τραχανά.
-να κεράσουμε ένα τσιπουράκι, να ζεσταθεί το κόκαλό σας;
-ένα καφεδάκι ελληνικό και πολύ μας είναι.
Το καλύβι ήταν του ποιμένα. Έμενε με την κυρά του για 4 μήνες το καλοκαίρι και μετά ξεχειμώνιαζαν χαμηλότερα. Κοντά στα τρακόσια κεφάλια γιδοπρόβατα είχαν και περί άμελξης ήταν υπεύθυνη η κυρά του και μια συγχωριανή τους που έμενε στο διπλανό παράπηγμα με τον μικρό το γιό της.
Ο μικρός άκουσε την κόρνα, κάτω από τον ήχο της γεννήτριας που σκέπαζε τα πάντα έξω και το ντηπέιτ, που όλοι μαζί καθισμένοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον.
Είπαμε τα δικά μας, δώσαμε ακριβές γεωγραφικοκοινωνικό στίγμα με αναφορές σε γειτόνους γνωστούς και κλαδιά 2 βαθμού του γενεολογικού μας δέντρου, ώσπου βρήκαμε γνωστούς, η κόρη της είχε πάρει ένα παλικάρι από το χωριό της μάνας μου, δευτεροξάδελφό της και ο συμπέθερός τους ήταν πελάτης μου στη δουλειά. Βέβαια έκανα μια βλακεία τρείς φορές, που νόμιζαν ότι ο συμπέθερος ήταν δεξιός και ήσαν υπερήφανοι, ενώ εγώ επέμενα ότι ήταν πασόκος. Στο τέλος συμφωνήσαμε ότι μάλλον θα ήταν κρυφοδεξιός, σαν τους κομμουνιστές στον εμφύλιο
Έριξον μια ματιά στους τοίχους, ήσαντε γυμνοί από αφίσες και φωτογραφίες, μόνο κεντίδια της κυράς και βελέτζες, για να κρατούν την υγρασία.
-τους αντέχετε;
-ποιους, παιδ’ μ’;
-τους ψεύτες. Όλοι τους ψεύτες είναι και όλοι νοιάζονται για την κουτάλα.

Με αυτά τα λαϊκίστικα αποστασιοποιημένα γίνεσαι το αγαπημένο πρόσωπο κάθε ομάδας ηλικιωμένων επειδή τους δίνεις την πάσα να σου πούν τον καημό τους, να σε νουθετήσουν και να μιλήσουν για τα παλιά.
Βέβαια υπήρχε και ο φόβος να μας έπαιρναν για εξωκοινοβουλευτικούς, κάτι που εκεί ψηλά φάνταζε ισοδύναμο με λεχρίτες, βανδάλους, τραμπούκους και λογής λογής κοινωνικά στολίδια.
-δίκιο έχεις, έτσι είναι. Ποιος νοιάστηκε για εμάς;

Ωραία, καλά πάμε.

-μόνο κάθε τέσσερα χρόνια και τώρα τελευταία όλο πιο σύντομα.
-από τη μεταπολίτευση να σου πώ λίγες φορές πήγαμε στα τέσσερα. Καλά λές.

-Καλά κάνουν αυτοί, νομίζουν ότι σε γρόθους μιλάνε. Και τέτοιοι είμαστε γιατί αυτούς ψηφίζουμε.
-Ρε, σαν καλά να τα λες και σύ. Μου αρέσεις.
-Ξέρεις μπάρμπα, κάποτε άκουσα από ένα φίλο καρδιακό μια κουβέντα σωστή, πολύ σωστή μου τότενες.
Αν σε κυκλώσουν άγρια σκυλιά, να μην κοιτάξεις το χρώμα τους, το ίδιο θα είναι το δάγκωμά τους, είτε μπλέ, πράσινα, κόκκινα είτε πορτοκαλί. Εσύ πάντα να προσέχεις μη σε φάνε, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, όχι να προστατέψουνε το σπιτικό σου.
-Αν ξαναδείς το φίλο σου, πες του ένα μπράβο από μένα.
Η γειτόνισσα που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε βγάλει λέξη μας ρώτησε αν ήμασταν παντρεμένα.
-Το Σάββατο που μας πέρασε παντρευτήκαμε, θειά.
-Και αυτή είναι η ιδέα σου για γαμήλιο ταξίδι;
-Μην της βάζεις ιδέες!
-Ρε την έφερες την κοπελιά στα κατσάβραχα, στους γκραμούς, στις ερημιές;
-Μας αρέσει η φύση και μετά από τα καμένα δίψαγε το μάτι μας για λίγην ομορφιά, λίγην ισορροπία.
-Κοπελιά μου, κόλλα του να σε πάει στο εξωτερικό, να μην σε βγάλει στη φτήνια.
-Με το καλό του χρόνου θα την γυρίσω ολούθε. Μην ανησυχείτε.
Σας ευχαριστούμε για το φίλεμα, φοβηθήκαμε λίγο εδώ πάνω, πετύχαμε και ένα λίγο παράξενο παιδί που μάλλον δεν ήξερε ελληνικά..
-Α α, είναι ο αλβανός του μπαρμπα Γιάννη, φυλάει τα βόδια, δεν ξέρει ελληνικά. Τον μικρό, τον κοντό δεν λέτε; Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε ο μικρός της γειτόνισσας.
-Ναι, αυτός. Ήταν και λίγο το χωριό παράξενο…
-Εκεί πάνω καταφεύγανε οι αντάρτες στον πόλεμο, δεν τους έβρισκε κανείς, όχι γιατί δεν ήξεραν που είναι, αλλά γιατί δεν έμπαινε κανένας σε κόπους και σε βάσανα να ανέβει εκεί πάνω.
Μας ξεπροβόδισαν, ο αφεντικός μας έδειξε το δρόμο.
-Ξέρεις γιατί σε ρώτησα από πούθε είσαι;
-Όχι μπάρμπα, γιατί;
-Δύο στην ερημιά, δεν είναι μικρό πράγμα, ύστερα από τόσες φωτιές που κάηκε ο τόπος όλος. Εσάς σας δείχνω τον δρόμο, μα στους άλλους που περίεργοι μου φάνηκαν την άλλη εβδομάδα, προς το πρασούδι τους έστειλα.
-Μα είπες πως είναι γκρεμνός τώρα.
-Καλό ταξίδι να χετε, καλήν επιστροφή και στους κακούς κακά τσακίσματα.
Τους τάξαμε ότι θα ξαναπερνούσαμε με το καλό κάποιαν άλλη φορά.
Ίσως το ξανακάνουμε.
Ίσως να πάμε και στο εξωτερικό, να δώ αν βγαίνουν τα ψιλά για το καράβι απέναντι.
Μπα, ας’ το μωρέ, άλλη φορά!

σημ. το κοντέρ έγραψε 143 χλιλιόμετρα από τα οποία 34 ήταν σε ευθεία και γύρω στα 45 σε άσφαλτο. τι λές για το σαββατοκύριακό;

6 σχόλια:

  1. τι ταξίδι!
    και να σκεφτείς σιχαίνομαι τη λέξη με ταξίδεψες...
    καλό απόγευμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χαίρομαι που σου άρεσε,
    για εμάς είναι ευχάριστη ανάμνηση πλέον, αφού ζήσαμε!
    και να φανταστείς οτι ήταν μεσοβδομαδιάτικα και την άλλη μέρα έτρεχαν υποχρεώσεις.
    γουάου ήταν.
    καλό απόγευμα και καλώς ήρθες από τα μέρη μας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. έχουν τη γοητεία τους και τα κακοτράχαλα...διάθεση να έχετε και να πηγαίνετε...αλλά σαν να μου την τρόμαξες λιγάκι την κερασομαλλούσα...
    καλό σου βράδυ και καλες εκδρομές το Σ/Κ, ο καιρός, λέει, θα είναι υπέροχος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. δίκιο έχεις και έχει,
    μα τι να κάνεις

    με όποιον έστρωσες, θα κοιμηθείς!
    και διάλεξε εμένα.
    ας πρόσεχε!
    αλλά δεν χρειάζεται να προσέχει, γι' αυτό είμαι εγώ, να παίρνω ελεγχόμενα ρίσκα και να δοκιμάζω τος αντοχές της.
    αυτά θα χουμε να θυμόμαστε, όταν με το καλό επιστρέφουμε και παίρνει να γερνάμε.
    είχα σχέδια για τούτο, μα ο κόσμος στους δρόμους με τις εκλογές μου τα χαλάει όλα. next week!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. τα καταφερες κ μας πηγες κι εμας ενα ταξιδακι μαζι σου! στιγμες ωραιες για να θυμασαι... να εισαι καλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. όλα ταξίδια της ζωής,
    αν τέτοια αρέσουνε στα μάτια σου να βλέπουν,
    όλοι καλοί φιλόξενοι, αν τέτοιους ανάγκην έχεις,
    το φορτηγό πολλούς χωρεί όσοι καλοί θωρούνται
    και κάποιες μέρες οδηγός και άλλες ταξιδιώτης.
    σειρά σου κυρά μου στην επόμενη
    στάση να αναλάβεις
    το πηδαλιό και τσι ταχύτητες
    στους όμορφους τους κόσμους σου
    να μας εταξιδέψεις.
    και αν εσύ συχνάζεις στα ψηλά,
    -σε είδαν στα φεγγάρια-
    κατέβα εδώ στα χαμηλά γιατί..

    Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
    να μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί

    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή