21.9.07

της τύχης τρία συναπαντήματα

Βράδυ στην πόλη. Ρέστος. Οι λούμπες γεμάτες νερό και ο καιρός έπαιρνε να αγριεύει. Το σπίτι μακριά, ίσα με μια ώρα δρόμο. Ποδαρόδρομο.
Οι κάτοικοι αυτής της πόλης είχαν δοκιμάσει αφιόνι και έτρεχαν δαιμονισμένα σε 2 και 4 ρόδες, μέσα σε στριγγλιές φρένων, κόρνες, μαρσαρίσματα, ενώ η βρόχα δακτυλογραφούσε κάθε της πόντο.
Οι λακκούβες είχαν ήδη προλάβει να λουμπώσουν και μια ψυχρολουσία σε βάφτιζε όποτε ένα καθηκάκι του κερατά για να διασκεδάσει την ανία του έπεφτε στην πιο πιθανή για να σε μουσκέψει, μέχρι το σώρουχο. Ας είναι… κάτι ξέρουν οι καφετζήδες που σας φτύνουν στον καιφέ για καϊμάκι. Εδώ πληρώνονται όλα!
Το πεζοδρόμιο γινόταν πιο στενό, καθώς απομακρυνόμουν από το κέντρο, στριμωγμένο από τις ακακίες που φυτεύτηκαν για να σκιάσουν τα προσφυγικά, εκεί που οι πεταλούδες της νύχτας ακουμπούσαν το κορμί που ήτανε να δώσουν κάθε βράδυ.
Φώτα ερυθρά παντού, που έλεγαν περάστε, τα μόνα φανάρια της πόλης που οι οδηγοί σέβονταν και έκοβαν ταχύτητα, όχι για τίποτ’ άλλο, μη χάσουν και δεν δούν καμιά καινούρια, για να καταθέσουν τον σαββατιάτικο οβολό τους και μετά να την βαρεθούν και να την κατηγορούνε.
Η ώρα 4 και ούτε σκυλί, ούτε ποντίκι μόνο του δεν περνούσε, ούτε το μεσημέρι, πόσο μάλλον σε κείνη τη βαρειά νυχτιά.
Τα δάχτυλά μου μουλιασμένα, σε μουσκεμένες κάλτσες και παπούτσια από ώρα, ο ρουχισμός λειψός για τέτοιο χάλασμα, δεν το περίμενα, γιατί με σύγνεφα αριά ξεκίνησα, πού να σκεφτώ την μπόρα.
Για μια μπύρα ξεκινήσαμε, γνώρισα μια κοπέλα, είπα να την ακολουθήσω για να βρώ την τύχη μου κείνο το βράδυ και σε ένα τραπέζι έχασα όλο μου το βδομαδιάτικο με τρείς ριξιές της μοίρας, την πρώτη για το γειά χαρά, τη δεύτερη για τη γλύκα, την τρίτη για να ισοσταθώ, σαν μήπως και ρεφάρω, στην τέταρτη ό,τι είχα άδειασα, πάντως έφυγα όρθιος.
Μπορούσα δρόμο να έκοβα, να έπαιρνα έναν άλλο, μα θα ξεμάκραινα πολύ και έπρεπε να ξαπλώσω, σε λίγες ώρες είχα δουλειά, δεν με έπαιρνε να την χάσω.
Σε κάποια γωνιά του δρόμου με περίμενε η δεύτερη τύχη μου για τη βραδιά εκείνη. Κομμάτια μάτια έφερνε, σώμα κοπέλας είχε.
Το αυτοκίνητο.
Τι το αυτοκίνητο;
Έμεινε. Θα σπρώξεις;
Ναι είπα, μέσα μου σκέφτηκα, μπορεί να με πετάξει κιόλας, ίσως ολότελα χαμένος να μην βρώ από εδώ που ήρθα.
Λαντα παλιό ελεεινό, τρύπιο και φουσκωμένο το χρώμα του από σκουριά, το χρώμα του ήτανε λευκό, κάποτε, ενώ από τα πολλά τα τρακαρίσματα κυτταριτίδιζαν οι προφυλακτήρες.
Παίρνω θέση πίσω από το άθλιο και ετοιμάζομαι να σπρώξω, σαν βλέπω ένα αταίριαστο ζευγάρι να χώνεται υποβασταζόμενο στα πίσω καθίσματά του, ένας μεθυσμένος ημιθανής και ένας ξεμαλλιασμένος γέρος, πατέρας της και νταβατζής ή μήπως αδερφός και φίλος; Δεν ξέρω δεν κατάλαβα, πολύ που δεν με νοιάζει.
Άρχισα να αγριεύομαι, έπιασε και να βρέχει.
Είπα κάτι να πώ, κάποιος να βοηθήσει, μα μόλις τους είδα και τους τρείς, τις πόρτες να χουν κλείσει, είπα, βρε δεν γα μ ιέται, άντε να πάνε στο καλό, να πάω και γώ στο δικό μου.
Η τύπισσα είχε ήδη καθίσει στο τιμόνι και μάλλον δεν ήξερε τα πώς σε τέτοιες περιπτώσεις κάνουν, της είπα και έλυσε το χειρόφρενο, πάτησε τον συμπλέκτη έβαλε πέμπτη ή τέταρτη, δεν ξέρω, δεν ήμουν εκεί μέσα, έδωσα μια, έδωσα δύο, δεν ήμουν και παλικάρι, γλυστρούσαν και τα πόδια μου στα θολερά ρυάκια. Κάπου αγανάχτησα, αυτοί δεν βγήκαν έξω, μονάχα άνοιξε το παράθυρο αυτή, μου πε να σπρώξω πάλι, έδωσα ότι βάσταγα, και ακούστηκε να παίρνει, λίγο ακόμα αργότερα, στην κατηφόρα ήταν, άφηνε πίσω του καπνό, άσπρο και μαύρο αντάμα γκάζωσε η κόρη το πεντάλ και γώ μεινα στη βρόχα.
Δεν μου παν να με πετάξουνε, σιγά μην έμπαινα μέσα, πως γλύτωσα και τα δυό νεφρά , λογιώμουν και το συκώτι, η δυστυχής περίσταση για μένα πήρε τέλος, δίχως να πάθω εγώ κακό, μα και κανένας άλλος.
Η κατεβασιά απ την πάρνηθα μύριζε πνευμονία, είχα ιδρώσει απ την προσπάθεια και από την αγωνία, ήμουν βρεγμένος σαν πανί, έσταζα σαν μπουγάδα και κάπου με πήρε το παράπονο, βλαστήμησα την τύχη, που σήμερα δεν με πήγαινε και τόσον είχα μπροστά μου δρόμο, ακόμα.
Ξάφνου σαν να ανατρίχιασα, άκουσα έναν ήχο, σαν κλάμα ενός μικρού παιδιού που άλλο δεν το παίζουν, σαν να πεινά για το βυζί που άδειο του μένει τώρα, ένα βαθύ γουργούρισμα και ένα τενεκεδάκι, σαν μπάλα βαρυποινιτική που φέρνει το φάντασμά του, εσκιάχτηκα, ετρόμαξα και το βαλα στα πόδια.
Να πώ αλήθεια πως το κακό του ανθρώπου δεν φοβόμουν, μα του στοιχειού του φαντάσματος, μου έκοβε τα πόδια.
Πήρα να τρέχω γρήγορα, αφήνοντας το πίσω και στο επόμενο στενό που του χα ήδη ξεφύγει, άκουσα το κορνάρισμα και απ τα φώτα του είδα, μιας κονσέρβας το κουτί να παραπαραπαίει, με μια ουρά λίγο μακριά, να κρύβεται κάτω από σταματημένα στο δρόμο αυτοκίνητα.
Ο οδηγός που του λαχε τούτο παράξενο θάμα, αλλαξογοργογύρισε το σιδεροτιμόνι και απόφυγε με τις ρόδες να το καταπατήσει.
Γύρισα να το δώ, μην ήθελε βοήθεια, ένα γατί μικρό γατί, του δρόμου, του κεραμίδου, έβαλε μες στην κονσέρβα χταποδιού το μικροκεφαλάκι και έκει η χνουδόμπαλα εβρήκε να σφηνώσει, μην έχοντας αντιχειρούς ή επιδεξά δαχτύλια
Να βγάλει του το καπέλο του που του κρυβε το θόρος, έσκουζε και εζήταγε, μια μικρή βοήθεια, διότι τούτων των δρόμων των στενών στο πλάι τα κορίτσια, καθεβραδίς το τάγιζαν, με ό,τι είχε περισσέψει και είχε χέρια αγαπήσει πολλά που τώρα τα εζητούσε.
Ήτανε περδικαλί με γκρίζες και άσπρες βούλες, κάποτε κάποιος μίλησε για τα γατογονίδια και βρήκαν πως ήταν των θηλυκών φυλοσυνδέτοι γόνοι.
Με έπιασε μια σιχασιά και μια λυπησιά αντάμα, δεν ήταν το πιο καθαρό απ’ των αιλουροειδών το γένος, έζεχνε το αφιλότιμο, το πιο πονηρό απ’ όλα, που έμελε απ’ το σκεύος της τροφής, να βρεί τον θάνατό του, φαίνονταν στο τομάρι του γδάρματα και τσιμπούρια, μα ήταν παραπονιάρικο πολύ του γατσουλιού το κλάμα.
Σαν τσίρκου κλόουν άβαφτος, σαν μεθυσμένος γέρος, τρέκλισμα η πορεία του, δεν γνώριζε την ευθεία, παραπατούσε δω και κεί, έβρισκε πα στις ρόδες και κάποια στιγμή σαν το φτασα, το τράβηξα από κάτω.
Σαν ένιωσε πως το τραβούν, τεντώθηκε να ξεφύγει, μα ήταν γερή μου η λαβή, δεν τ’ άφηκα να φύγει, με το να χέρι το κουτί, το άλλο από το σώμα, πήρα να ξετενεκεδιώσω την δύστυχή του μοίρα.
Η γάτα σταμάτησε το κλάμα της και οπλίστηκε με τα νύχια, τα άστραψε τα σουβλερά, το χέρι μου γραπώνει, μα μόλις είδε πως μαλακά έβγανα το κολάρα, να μην τραυματίσω το λαιμό από το κοφτερό στεφάνι, αμέσως θηκάρει τα νυχιά και μένει με τις πατούσες, τις μαλακές, τις μαλλιαρές, τις λασπομουσκεμένες και εκερτέρα ανάπνοη να δείξω έλεός της.
Με δυό κινησεις πέρα δώ και ξεβιδώνοντάς το, το μικρό γατί απάπνευσε υγρό αέρα της πόλης, κουλουντρισμένο στο χέρι μου, σαν κουρσεμένο χταπόδι και σαν να ξυπνήσθη η φύση του τινάχτηκε απ’ το χερό μου και χάθηκε στο σκοτάδι,
Νιαουρίζοντας πως πάλι ήταν έξω, σαν τον δεσμώτη φυλακής, σαν τον εξορισμένο, που πάλι εγύρισε στα γνωστά, στα στέκια βγάζει μούρη, να τον ετριγυρίσουνε οι μικροί να τα πει στους μεγάλους, τα όσα πολλά ετράβηξε, μα δεν το βαλε κάτω.
Πρίν να χαθεί ολότελα πίσω από μια πόρτα, χιλιόχρονη, ερειπική, σαπιοξεκαρφωμένη, το βλέπω να μου γυρίζεται, να μου κοιτά το βλέμμα, να κάνει κουλούρα την ουρά και χάνεται δια πάντα.

Μόνος πορπατώ προς το σπίτι μου, έχοντας συναντήσει τα τρία κακά της μοίρας μου, τα τρία συναπαντίδια, μα από του αγριμιού πήρα τα συχαρίκια, που του την ευχαρίστηση και την ευγνωμοσύνη, με μια ματιά μου έδωσε μεγάλη την καληνύχτα.

Για τα αγρίμια που έχουν πιότερη ψυχή από πολλούς ανθρώπους


4 σχόλια:

  1. Πολύ τρυφερή η ιστορία σου με το γατάκι....κι όλο το κείμενο σαν ποίημα γραμμένο.
    Χαρά που θα 'κανε το γατάκι που το γλίτωσες από το μαρτύριό του!
    Να είσαι καλά!
    Καλό σου απόγευμα, Κώστα, και να περάσεις όμορφα το Σ/Κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χαίρομαι καλή μου

    δεν με αγκάθισε καθόλου, μάζευτηκε και με τα γουνάκια του με κρατούσε, μια τόση δα ψυχή, μια μπουκιά, μιαν αγκαλιά σφικτή

    αγνώστων λοιπών στοιχείων η μικρά

    κρίμα για τις ψυχές που δεν φεύγουνε ανάμεσα σε αγαπημένους

    φιλιά απογευματινά πασπαλισμένα με ήλιο κα άχνη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χριστέ μου!
    Αυτό με διέλυσε Κώστα!

    Πως μπορείς να είσαι τόσο τρυφερός χωρίς να γίνεσαι μελό;
    Και δεν εννοώ μόνο σ αυτό το κείμενο.
    Μια ζωή το προσπαθώ και όλο γλυστράω χωρίς να καταφέρνω να το πετύχω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. καλή μου ραλλού
    ένα μικρό για σένα θύμημα, τυλιγμένο με κορδέλα από το σεντούκι κατευθείαν, από χρόνια που χουν από καιρό περάσει μα ανεξίτηλα τα σημάδια τους έχουν αφήσει.

    δώρο για να ξεστρατίσει λίγο το μυαλό σου και να πιάσεις την ιστοριά από την αρχή και η θύμηση να σου χαρίζει χαμόγελα που τόσο μαζί περάσατε, που τόσο βαθειά στις ζωές σας μπήκατε, ο ένας στους δυό σας μέσα.

    ό,τι σου αρέσει σε μένα είναι ότι ακριβώς μπορώ να πώ για σένα, με το αχ αντώνη, θυμάμαι ακόμα το όνομα.αν μαγειρεύεις όσο ωραία γράφεις, τυχεροι οι σε έχουν γύρω τους.
    μια ζωή το πετυχαίνεις και ευτυχώς που δεν το βλέπεις.
    θα βρώ το χρόνο για το μουσικό καφενείο και τους ενοίκους του να σου γράψω, είμαι σίγουρος οτι δεν το χεις ξαναζήσει κάτι τέτοιο.
    δροσερό καλομεσήμερο με υποβρύχιο και βυσσινάδα!
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή