24.9.07

Έτσι αλλάζουν τα γράμματα τον κόσμο και τους ανθρώπους.

Πότε και πού έγινα άντρας;
Σε ένα δρόμο, εθνική πατρών αθηνών στην ηλικία των 14. νομίζεις πως ήμουν μικρός, μπορεί και να μουν, μα δεν το προκάλεσα, με βρήκε και έγινε.
Σορτσάκι, κοντομάνικο, διακόσες δραχμές στο πορτοφόλι, καβάλα στο ποδήλατο με το ξεγαλισμένο πίσω πιρούνι από το μανταλάκι και το χαρτόνι.
Τα αυτοκίνητα βολίδες, ενώ η λωρίδα του πεζοδρομίου διάδρομος απογείωσης για την καρδιά μου που ήθελε θάλασσα. Σε τρία φανάρια δρόμο θα άλλαζα πλευρά και θα βούταγα στα πεντακάθαρα νερά των δαφνών.
Στο δρόμο το πέτυχα διπλωμένο, όμορφοδιπλωμένο, ατσαλάκωτο, δεν έμοιαζε με τα άλλα σκουπίδια, σχεδόν μα μαύλαγε να το σηκώσω. Το καλό με τα φρένα του bmx είναι ότι πατώντας χορταστικά τις μανέτες των φρένων μπορούσες να σταματήσεις επιτόπου αφήνοντας έντονη γραφή από τη γόμα του λάστιχου στον ασπροπίνακα των πλακακιών.
Σταμάτησα ακριβώς από πάνω του κυκλώνοντάς το με τις δυό ρόδες και προσέχοντας μην το πατήσω.
Ήταν γεμάτο, μου έφτανε, τα δάχτυλα ψηλάφιζαν τη λεία τους αχόρταγα, διερευνητικά, μα με προσοχή, μην ήταν κάτι πολύτιμο και εύθραυστο, που δεν άντεχε τα νιούτον.
Από τα χέρια στην τσάντα πίσω στην πλάτη και συνέχιση της πορείας. Σκέψεις διάφορες, κάτι σαν την δήθεν ανεμελιά του τσιτάχ που με κατακόκκινο μουσούδι από την αντιλόπη σκέφτεται τι θα τσιμπήσει για βραδυνό, δίπλα στο άλικο σώμα.
Καλαμιές στην παραλία και κάποια αρμυρίκια, κόσμος λιγοστός τις καθημερινές και η παραλία όχι αρκετά δημοφιλής για τους περισσότερους γιατί υστερούσε σε μπάρ και αποτσίγαρα στην άμμο.
Η καλύτερή μου.
Εγώ και μερικές κοπελιές, μια γιαγιά με την εγγονή και δυό φιλικές οικογένειες που πέταγαν πετονιά και έτρωγαν κεφτεδάκια, οι μόνοι ένοικοι του θαύματος, του να έχεις τη θάλασσα δίπλα σου, μια ευκολία, μια πολυτέλεια των μετέπειτα χρόνων μας.
Το γράμμα με περίμενε, ολόλευκο με μια του άκρη μόνο ετσακισμένη, μάλλον από το πέσιμο, δίχως αποστολέα ή παραλήπτη όπως με μάθαιναν στο σπίτι, ποτέ να μην παραλείπω, έτσι ώστε αν κάτι δεν έφτανε στα χέρια που του πρέπαν, να μπορούσε πίσω το δρόμο του να βρεί, ως ανεπίδοτο.
Ήταν παχύ, σαν κατώχειλο αγαπημένης, είχε μάλλον πολλά να πεί, πολλά γραμμένα.
Ξεκινούσε «αγαπημένε»,
κατέληγε «μη μας προδώσεις»
σε έξι σελίδων διαδρομή.
Τα γράμματά μου ήταν σαν και εμέ, πάντα λοξά, πάντα στραβά και κακοσχηματισμένα, γενναία ψηλά και αδύνατα στα πόδια, με πολλή φόρα αρχινισμένα, μ’ αδέξια κατάληξη, κάνοντας πάντα κοιλιά στις προτάσεις και στο νόημα βγαίνοντας εκτός, όπως και στα περιθώρια, σαν ήτανε ο δάσκαλος να μιλήσει για καλλιγραφία πάντα εμένα έφερνε για το αντιπαράδειγμά του, παιδαγωγική του ογδόντα, στον απόηχο της βέργας, της ορθοστασίας και του «να το γράψεις 100 φορές», σε τετράδιο καλλιγραφίας.
Οι συνταγές όλες αποτυχημένες, το χέρι του παιδιού έγραφε καλύτερα σπασμένο, ίσως είχε τους τένοντες μέσα του μπερδεμένους και οι συνδέσεις στο χέρι του ήταν ποδιού.
Από καιρό πάντως είχαν σταματήσει να διαβάζουν τα μουτζουρογράμματά μου, με μια μονογραφή η συνταγή ήταν η ίδια, γράψε καθαρότερα, δεν βγάζω τα γράμματά σου.
Μαγεύτηκα!
Ο χαρακτήρας της αν έμοιαζε με τον γραφικό της θα ταν κάτι σαν τους κίονες τους δωρικούς, ολόρθος, στιβαρός, με μιας καμπύλης ερωτικής υποψία, με πεντακάθαρες γραμμές, σχεδόν μαχαιρωμένες, δίχως λαθί κανένα τους, όλα σε μιαν αράδα, δακτυλογραφημένη η γραφή, όπως εξεκινήσθη, κάπως έτσι τέλειωσε, με μιαν ανάσα, μονορούφι.
Μαγεμένος από την συντριβή, τον σπαραγμό, από της κοπελιάς το δάκρυ, μα το χέρι της ανεξάρτητο από όνο και από θρήνο, το χαλυβδωμένο, έμβολο σκέτο, πεδούσε και έτρεχε πάνω στο φύλλο της κυτταρίνης, αφήνοντας το χνάρι ενός bic μπλέ, πιο σίγουρου και από printer.
Δεν θα πώ τι έλεγε, δεν είναι της ώρας, μα θα το συνοψίσω, πως παραδεχόταν φταίξεις και σφάλματα, ίσως ολιγωρία, που δεν επρόβλεψε την συντέλεια της σχέσης, τον εξανεμισμό των αντοχών, το πέρας της επιμονής και της υπομονής το τέλος.
Δάκρυα μπορεί να κύλησαν από τα μάτια μου, μπορεί και να το λέω έτσι, μπορεί και να μην κύλησαν μα να να το θελα, ή να έπρεπε, πάντως το στομάχι μου κόμπο δέθηκε και ένιωσα ενοχές, όχι πως έκλεψα το χαμένο γράμμα, μα πως εκτός από το προπατορικό και άλλο αμάρτημα του φύλου βάραινε πλέον τη ζήση μου. Δεν ξαναμπόρεσα γυναίκας κλάψιμο, βρίσιμο ναι, πολλές φορές το λούστηκα, δικαίως και αδίκως, μα το κλάμα τους πάντα μου έφερνε στο νού τη συγγραφέα του γράμματος, την αυστηρή γραφή της.
Μιλάμε για ψυχοπλάκωμα, δεν κατέβαινε μπουκιά, μαύρισε η μου ψυχή, πίκρισαν τα σκώτια, άλλαξε λίγο το βλέμμα μου και κόπηκε μου το γέλιο. Για λίγο, για όσο έπρεπε.
Μια φίλη μου με κατηγόρησε πως ήμουν ένας κλέφτης και μισός, ένας τρισάθλιος ανθρωπάκος που έχωνε τη μύτη του σε ξένες υποθέσεις και με έβαλε σε σκέψεις και σκέψεις σε πράξεις και έγραψα σε δυο τρία χαρτιά αφίσα εκεί που το γράμμα βρήκα, πως ένα γράμμα βρέθηκε, αν κάποιος τα’ αποζητήσει, είχα ένα τηλέφωνο, το ένα το σταθερό μας, να με ζητούσαν και θα το έδινα, ύστερα από έλεγχο γραφής, μην πέσει σε λάθος χέρια.
Όπως καταλαβαίνεις το γράμμα μου μεινε σχεδόν για πάντα, κοντά στα δέκα χρόνια, ένα βράδυ πνιγερό, σε μαύρο καπνό λευτέρωσα το πνεύμα της γραφής, σε χίλια δυό φλογογλωσσίδια, που πεψαν το νόημα των λόγων του σε μιαν ανέσπερη νυχτιά, μέσα από ένα βαρέλι.
Όσο καιρό το κράτησα, άρχισα να το κλέβω, μέρα τη μέρα, μήνα με τη βδομάδα, δανειζόμουν ένα σύμφωνο, πότε ένα φωνήεν, το έβλεπα, κεντράριζα και το αποκωδικοποιούσα, το κράταγα αν μου άρεζε ή το ξαναπροσπαθούσα.
Έφτασε ο χρόνος και ο καιρός που έφτιαξε η γραφή μου και από κείνην άντλησα, πολύ θαυμασμό και μπράβο, πιότερο από ότι άξιζε στο νόημά του, πιο πολύ στη φόρμα και στο στήσιμο, το θέμα της ουσίας δύσκολο να λυθεί, δίχως συλλοισμό και διάβασμα και ζήσιμο του κόσμου.
Το γράμμα της δεν το ξέχασα, πάντα μέσα μου είναι, σε κάθε φερμένο γράψιμο από τον ταχυδρόμο, ψάχνω τα πιο προσωπικά στα σύμβολα γραμμένο, συγκρίνω άλλες προσέγγισες στου αλφάβητου τα στοιχεία και ότι ζηλευτεί, βάνω εμπρός και το ξεπατικώνω.

Αυτή μου η σχέση με το γράψιμο και τα γράμματα σταματημό δεν έχει, κάποτε έγραφα πολύ, τώρα το έχω παρκάρει, πατάω πλήκτρα συνεχώς, μοιάζω δακτυλογράφος, χάνονται οι ερωτικές των γράμματων οι καμπύλες και λές τα όπως λέγουσι και οι εφημερίδες.

Μα μια φορά, μια ζωή κλήθηκα ταχυδρόμος να γενώ για έναν ολάκερο χρόνο, όχι από αυτούς που τσάντα έχουν και σου χτυπούν την πόρτα, μα μέσα στα κεντρικά εγώ ταξινομούσα περί στα 1000 γράμματα περίπου την ημέρα και τα δινα εις τα χέρια τους, για να τα παραδώσουν. Δεν καθυστέρησα γράμματο, δεν μου ήτανε της φύσης, όλα τα έδωσα καλά, παράπονο κιανένα, σε όλα συμπεριφέρθηκα σαν να τανε δικά μου, σαν να τα χα στείλει εγώ, σαν να τα καρτερούσα, απλά συστημένα το ίδιο ήτανε σημαντικά σταλμένα, όσα ιδιοχειρόγραφα γράφαν τους τα στοιχεία, πάρα τα διαφημιστικά, με προσφορές, λογαριασμούς και κάρτες.

Μα..

Κάποτε ράγισε η ψυχή μου από των ανθρώπω την καλοσύνη.
Μαζί με τα 1000 γράμματα που λάβαινα τη μέρα, ήτανε κάπου στις γιορτές που γιόρταζαν οι ανθρώποι και έστελναν γράμματα πολλά, πολλά τα γλυκολόγια, πολλές
Οι ευχές και οι κάρτες τους, σε διάφορα μεγέθη.
Εγώ κουβαλούσα τα στη μεραρχία μέσα με τζίπ και δύο άτομα, σχεδόν δυόμιση σάκκους, πακέτα και δωρίσματα, πολλά τα συστημένα, μικρά μεγάλα φάκελλα, κάποια κολωνισμένα.
Τα όσα ήνταν εύκολα τα έδωσα κατευθείαν δε μιαν ορδή μες στα χακί χρισμένους ταχυδρόμους, από στενό παράθυρο, που εις τον έξω κόσμο έπεφτε τουλούμι το χιονί, που βλεπα πρώτη βόλτα, γιατί στα μέρη μου χιόνι μονάχα κράταε, του παναχαικού η φαλάκρα, για δύο μήνους άντε τρείς και το λυωνε σε ρυάκια.
Ήταν ένα γράμμα δύσκολο, με δίχως παραλήπτη, δίχως αποστολέα όνομα, ούτε και διευθύσεις πάνω στο σώμα του γραμμένο,
Με ένα αυτοκόλλητο έκλεινε από πίσω, μήτε σφραγίδα ή γραμματόσημο το είχανε αγγίξει.
Όποιος δεν ξέρει από αυτά, το λέω να το μάθει, πως είναι συνήθης τακτική σαν στείλεις ένα γράμμα, να τα αναγράψεις όλα αυτά και αν είναι σε φαντάρου το όνομα σταλμένο, γράφεις του τον βαθμό και το στρατόπεδο, το λόχο ή τη μοίρα, γράφεις τη διμοιρία, δεν γράφεις την πόλη ή το νησί, μην μάθει ο οχτρός μας, γράφεις και κάτι σύμβολα, που μόνο τα ξέρουν λίγοι, είναι σαν κάποιοι κωδικοί που λέγουν για το μέρος και όλα τα γράμματα σωστά να φτάνουν στους στρατιώτες

Σαν μες στα χέρια μου βρέθηκε το παιδικό το γράμμα, κίνησα γή και ουρανό να βρώ τον παραλήπτη, 5 στρατιώτες στα pc ψάχνανε το όνομά του, κάποιοι από την πόλη του να βρούν του νήματός του την άκρια, το άνοιξα, αν και απαγορεύεται, μην εύρισκα τα στοιχεία, που θα το έφερνε πιο κοντά στον του, τον παραλήπτη.
Τζίφος υπήρχαν δυό ονόματα, από παιδίσιο χέρι, άκρη δεν έβγαλα καμιά και όλοι τους με ρωτούσαν , αν καποιος κάπου βρέθηκε το γράμμα αυτό να πάρει, ήταν δεκέμβρης ο καιρός, κοντά στις 22.
Πολλά ήταν τα τηλέφωνα, μίλησα με τους πάντες, οι όσοι κάτι μπορεί να γνώριζαν, όλοι δηλώναν άγνοια, εκτός απ τον υπάλληλο μες στο ταχυδρομείο, που είχε λίγα τα χρόνια του μπροστά, την σύνταξη για να πάρει, πως πριν από χρόνια φανερώθηκε, στα χέρια τους τούτο το γράμμα,
Και πως κάθε τέτοια εποχή στέλνεται από τη λάρισα στη νήσο μακρυά της λέσβου, μην τύχει και είναι κάποιος εκεί το γράμμα να παραλάβει, που το όνομά του αλέξανδρος να να αρχινά και ένα μικρό να ξέρει, που τόσο να τον αγαπά και να του γράφει σε χαρτί παραγγελίας πίτσας, να του γυρίσει γλήγορα, γιατί του έχει λείψει.
Από την πρώτη τη χρονιά, το γράμμα άλλαζε τόπο και σφράγισμα δεν το λάβωσε για θα γινόταν μαύρο, από τις τόσες διαδρομές , μα και τις οπισθοπορείες, που θα το εξαχρήστευαν, από λευκό που ήταν.
Συνέχισα την παράδοση ή ήταν να την τελειώσω; Και ένα χαμόγελο γλυκό στα χείλη να τους δώσω.
Δεν λέω εγώ τι έκανα, μα έκανα και ετούτο, του τράβηξα μια σκαναρισιά έξω και από μέσα και ανεβάζω το, σου το κερνώ και άμα γνωρίζεις κάτι….
σφύρα,
έχω τον τρόπο μου εγώ να του το πάω και ο ίδιος.
Έτσι αλλάζουν τα γράμματα τον κόσμο και τους ανθρώπους.

16 σχόλια:

  1. ταχυδρομάκο στα δικά σου χέρια να πέφτουν τα γραμματάκια μου...
    Πολύ καλό, χείμαρος και γραφή της λαλαίουσας... καλο βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μέρα σου καλή

    μάθε παιδί μου γράμματα μου έλεγαν μικρό
    και απ τα πολλα τα γράμματα με έκαναν ταχυδρόμο.
    μάθε τέχνη και ας τηνε και άμα πεινάσεις πιάστηνε.
    γράφεις για να στα στείλω;
    απέχουν από σε οι αγαπημένοι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. μοιαζει παραμύθι ρε Κώστα
    ταινία παράξενη, με συμπτώσεις και συναστρίες περίεργες
    πιστεύω πως γύρισε ο αλέκος στη Λάρισα,
    αφήνεις τέτοιο παιδί να περιμένει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. το αφήνεις; δεν το αφήνεις!
    για καιρό με ρωτούσαν οι συνάδελφοι και οι ταχυδρόμοι τελικά τι έγινε. όλοι ζητούσαν λύση, τέλος κακό ή ευνοικό, για κείνο τον μικρούλη, που η του παιδικότητα έβαλε φαντασία στη ζωή, πιπέρι και αλάτι και απόχρωσες αλόκοτες απόκτουσαν οι μέρες.
    καθείς φαντάζεται ένα απο τα όσα τέλη.
    μα για το άτιμο προσπάθησα όσο μπορούσα και τόσο περισσότερο, να χει το παραμύθι του τέλος καλοτυχερό, μα άλλες τις μοίρας οι απόψες...
    να σου ζήσει η μικρούλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αγαπημένε μου Κώστα,
    ...έτσι δεν θα ξεκίναγε ένα γράμμα;
    Είναι η γραφή σου ; Είναι η ευαισθησία σου να προσεγγίζεις τους ανθρώπους και τα πράγματα;
    Είναι ένα χάρισμα ολόδικό σου;
    Ό,τι και να' ναι...και είναι όλα...μου ξυπνούν συναισθήματα όταν σε διαβάζω.
    Να είσαι καλά!
    Σε φιλώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. αγαπημένη μου μελίνα θα απαντούσα και με φιλιά θα το κλεινα,
    όπως καθένας έχει μάθει, έτσι και εγώ μιλώ και γράφω, ίσως αναμετάξυ τους διαφορετικά, μα ίσως έτσι θα θελα να ναι
    χαρίσματα μόνο όσα προίκα του μέσα και έξω κουβαλά και έτσι θαρρώ πως είναι, είναι και κατάκτηση απ΄το πολύ το εύρος.
    όσο μιλώ σε φίλους μου και βλέπω τους λίγο να αλλάζουν, βλέπω το κάτι μου να απλώνεται και εγώ να φχαριστιέμαι.
    ψέματα νομίζω οτι μου λές, λές και ποτέ σου αποκοιμήθηκαν, λες και μπόρεσες να τα νανουρίσεις, αυτά που τη ματιά σου κυβερνάν και δώθε πέρα οδηγούν τη ζήση σου μαζί και εσέ την ίδια.
    αποδεκτό το φιλί και αντιστρεπτό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Γλυκέ μου Κώστα,
    που με αυτήν τη γραφή, την ολόδικιά σου, σε διαβάζω και σε ξαναδιαβάζω, να καταλάβω η έρμη, η φτωχή στο νου, αυτό που λες.
    Ποια ψέματα σου είπα; Ποια ψέματα σου λέω;
    Γιατί με στεναχωρείς νυχτιάτικα;

    Δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις, αν έτσι νομίζεις.
    Απλά θα προτιμουσα να μην μου μιλάνε άνθρωποι, που τέτοιαν εντύπωση έχουνε
    Καλή σου νύχτα
    και γλυκιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. πωπωπω μια παρεξηγησ(ι)άρα
    εκ του μηδενός και ας ήθελα και ας σκόπευα τα καλύτερα για σε να πώ.

    μου ξυπνούν συναισθήματα όταν σε διαβάζω, είπες και γώ στο χρεώνω ψέμα, γιατί είναι τέτοια η γραφή σου, που τα σου συναισθήματα μένουν συνέχεια ξύπνια, στις επάλξες και κονταροχτυπούν και μάχονται να κρατήσουν αυτή τη γωνιά που έφκιαξες, όσο πιο συγνεγοπαραμυθένια γίνεται.

    και αν αυτή εξήγηση ακόμα δεν σε λυτρώνει από τον άδικο καημό,από την παρεξήγα, ζητώ σου μια συγνώμη ευθύς και αμέσως παίρνω τον λόγο πίσω, γιατί το χούμορ μου το άστοχο έφερε τέτοιους μπελάδες.

    καλή μου νύχτα ήντανε, τώρα σκοτείνιασε, μα με ένα γελάκι σου όλα αυτά τεελιώνουν.

    σιγά μην σε επρόσβαλνα, δεν ήταν της διάθεσής μου, θα αλλάξω μάλλον τον τρόπο μου γιατί χωρεί μπελάδες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Κώστα καλή σου μέρα!
    Αμήχανα με κάνεις και αισθάνομαι. Δε θέλω να μου ζητάς συγγνώμη. Εγώ φταίω που παρεξήγησα τα λόγια σου.
    Συγγνώμη απ' τη μεριά μου.
    Χαμόγελο σου στέλνω και ευχές η μέρα σου να είναι όμορφη !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. καμία αμηχανία καλή μου,
    απλά μου χρωστας δυό πάστες,
    μια για με και μια για την τρομαγμένη από τις εκδρομές!
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Κάποτε σε μια βόλτα σε ενα υπόγειο μαγαζακι στο κέντρο οπου ψωνιζα μεταχειρισμενα βλιβλία (μεγάλο πάθος τα μεταχειρισμένα βλιβλία) είχα βρει μια ποιητική συλλογή και στο τελευταίο φύλλο είχε μια διεύθυνση κι ένα μήνυμα:"όποιος θέλει, ας μου στείλει ένα γράμμα, είμαι πολύ μόνος μου"
    και μου σφίχτηκε η ψυχή κι έστειλα γράμμα, μόνο που δεν πήρα ποτέ απάντηση και το γράμμα γύρισε πίσω και δεν θυμάμαι τι έλεγε πάντως πήγα μέχρι εκεί και ήταν ένα σπιτάκι παλιό, σφραγισμένα όλα σαν κάποιος να είχε πεθάνει.
    Σκέφτομαι πως μακάρι να μην πέθανε μόνος του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. περίμενα να δώ αν θα ξανάγραφες την ιστορία σου για να δώ αν ήταν αλήθεια. Laurus nobilis.
    χαίρομαι που το στειλες το γράμμα, χάρηκα και που πήγες, τι και αν δεν ήταν κανείς να σε υποδεχτεί, το χρέος σου το έκαμες απέναντι στον εαυτό σου.
    φιλιά και μπράβο.
    όσο για το αν τελείωσε η ζωή του, ναι , η αλήθεια είναι οτι κάποια στιγμή πέθανε, στην καραιβική παρέα με μια ομορφούλα που απάντησε στο μήνυμά του

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Λοιπόν αυτό το κειμενάκι ήταν πολυ όμορφο...

    Δεν ξέρω αν εγώ δεν έχω διαβάσει αρκετά ελληνική λογοτεχνία, πάντως η γραφή σου κάποιες φορές αν όχι πάντα, είναι αυστηρά προσωπική...Έχεις ιδιαίτερο γράψιμο εν ολίγοις το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον.Αν και για μένα ώρες ώρες είναι δύσκολο, αλλά δεν πειράζει,μαθαίνω και καινούριες λέξεις ( :P ) και ίσως κάποια στιγμή να αγαπήσω και την ποίηση καθώς ταιριάζεις όμορφα τον ποιητικό με τον πεζό λόγο(σαν κριτικός ακούγομαι,δεν το θέλω).Πώς το κάνεις;;

    Το κείμενο αυτό μου θυμίζει και εμένα μια φορά (την 1η)που έγραψα γράμμα για να το στείλω στην κερασομαλλούσα αλλά δεν είχα βάλει γραμματόσημο,περιοχή και Τ.Κ.Και ήρθε πίσω με διευκρινήσεις όμορφα γραμμένες.
    Πού να γράψω τη δικιά μου διεύθυνση, πού τη διεύθυνση του παραλήπτη,η θέση που θα μπει το γραμματόσημο...Όλα!Τι ωραίο που είναι να σε προσέχουν και να σε διορθώνουν με καλοσύνη...

    Τα φιλιά μου κ στους δυό σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. μη κολλάς καλό μου μαράκι από φόρμες, μην ψάχνεις να βρείς επιρροές, ούτε το λεξικό σου ΄3χει τέτοιες λέξεις και όντως τις έχει, άλλαξ' το.
    γράφω εγώ εδώ, γράφω για μένα, για ό,τι κάποτε με εντυπωσίασε και αξίζει να ειπωθεί, για τα όσα λίγα κατάλαβα, στραβά, κουτσά, λειψά, μα με αυτά εφόδια τον κόσμο αντιμετωπίζω.
    σου λέω τα τέσσερα ονόματα που έγραψα τις προάλλες που μέσα εκεί τους βρίσκονται τα σπάργανα του νού μου,
    ένας τους ήταν ο όμηρος που γραψε τόσα λόγια, ωραίες πράξες και επικές, είπε χιλιάδες λέξες, νοήματα στρυφνά,ανθρώπινα και θεικά, τα ξόμπλιασε όλα ωραία, βέβαια όχι απ το πρωτότυπο τον γνώρισα, ήταν του δάσκαλου του κρητικού νικόλα τα λόγια (και του κακριδή) , μεγάλος δάσκαλος θαρρώ, μου άνοιξε τα μάτια, μέσα σε μιαν αναφορά και ασκητική αγνάντεψα αλλιώς τον κόσμο, πήρα το θάρρος το πολλύ και έφκιαξα νέες λέξεις από παλιές, ήτανε και ο κορνάρος, της μουσικής ο δουλευτής των λέξεων κοπτοράπτης, μα στα νοήματα ποτέ δεν έκαμε εχπτώσεις, τον λάτρεψα και τον σέξπυρο, που χε μες στο κεφάλι γιομάτους προσωπικότητα, ξεχωριστούς ηρώους, άλλους καλούς, άλλους κακούς, όλους καλοφτιαγμένους, τον ζήλεψα και τον έβαλα και αυτόν στο πάνθεόν μου.
    ήταν ο παπαδιαμαντής που μου μεθε πως τον λόγο, άλλοι τον εσπουδάζουνε και άλλοι τον εμιλούνε, πως όσοι αγάπην έχουσι για την αυτή τη γλώσσα, δεν ημπορούν κακό να κάμουνε, μόνο μπροστά την πάνε.
    και είναι κάποιοι λόγοι σωθικοί που οφθαλμός δεν τους ξέρει, μα αν τους διαβάσεις ψηλαφιστά, τα ώτα τον εγνωρίζουν, σαν τον απο μακρυά φερμένο από την ξενιτειά που χει αφήκει μούσι, σαν τον ταρζάν ή τον μογλήν που έπειτα από την ζούγκλαν αναθυμάται κάποια μνήμη του,τις άγνωστες τις λέξες και με ευχέρεια περισσή μπορούν να κατανοήσουν.

    ελπίζω να σου απάντησα αγαπητο και πεντανόστιμο πανέμορφο μαράκι που δεν μας τραγούδησες αν και έμαθες το πώς να πλέκεις ήχους.

    όταν κάποτε εστέλναμε γράμματα ο είς στον άλλον, με καλλικατζάροζωγραφιές και σχέδια αλλόκοτα και διευθύνσεις που περιελάμβαναν χώρα, ήπειρο, πλανήτη και γαλαξία, ποτέ δεν μας επαρατήρησαν ούτε κιανένα γραμματέλι αργοπόρησε στον τόπο του να φτάσει.

    τα φιλιά σου να μας τα δώκεις η ίδια, το άλλο σάββατο στο θησείο.
    και να ναι πολλά με επιτόκιο καταναλωτικού!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Διόρθωση αγαπητέ..αν και τώρα είδα την απάντησή σου...

    σε ύφος ταιριαστό λοιπόν και εγώ θα σου απαντήσω οτι δεν ετραγούδησα γιατί δεν ημπορούσα...και πώς θα μπορούσα άλλωστε αφού εζήλεψα την κελαιδίσια τη φωνή του εύμορφου Δημήτρη (θυμάμαι καλά??)...που αντήχησε απο τις Λυγιές ως τα ουράνια πάνω,και έκανε τους αγγέλους να θωρούν ωσάν γύφτικα σκερπάνια,σκεπτόμενοι οτι αυτό δεν είναι απλό τραγούδι...αλλά ταλέντο Απωλλόνιο!!

    Επιφυλάσσομαι..το τραγούδι βγαίνει απ'την ψυχή...και εγώ δύσκολα τη δείχνω σε αγνώστους.

    Όσο για τα φιλιά...χα...γλυκά,μελένια θα 'ναι...αφού κάνεις την κερασομαλλούσα Σου να λάμπει,φιλιά πολλά θα εγευτείς,γι'αυτό να 'σαι βεβαίος.(καινούρια λέξη :p)

    Πώς τα πήγα δάσκαλε??

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. μπουμπούκι μου μικρό
    θα χαρώ σα δώ
    κάποιος να σε ανθίζει
    και για την πάρτη του
    να μοσχομυροβολίζεις
    να σε ποτίζει αντίς νερό
    λόγια γλυκά και αγάπη
    να την απλώνει πάνω σου
    σαν δίχτυ προστασίας
    και από μέσα
    οι δυό ακριβανθοί
    να σμίγονται συνέχεια
    με σφιχταγκαλιά
    σαν ο κισσός το δέντρο
    πλεγμένα τα χέρια στα μαλλιά
    και οι γοφοί σε ισχυρά λαγόνια
    να δίνει δαγκιά ο εις σε σέ
    μέχρι που να ματώσεις και αμέσως να ματώνει του το εδικό του αχείλι
    και αλικό το γαίμα σας να μαρτυρά δεσμό σας.
    όσο για το τραγούδι του δηρμύτη, όντως και πάντα έξοχο, μα αν θαρρείς εμάς ως άγνωστους,
    κάλλιο να μην λαλήσεις, μέχρι να μας γνωριστείς,
    ώσπου να ξεθαρρέψεις.


    τα πήες τρε μπιεν και βάλε!
    φιλιά
    :)
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή